Όσο είναι ακόμα καιρός

Σκέψου μονάχα πόσο ευάλωτο σ’ έκανε μια παραμελημένη χώρα, πλάσμα κατά βάθος τρυφερό και αθώο, να χάσκεις αυτιστικά μπροστά στο παράλογο του καιρού σου. Μην απορείς, ο πόνος και η ηδονή σ’ έφεραν κάποτε εδώ. Να κλαις και να γελάς ανάμεσα σε άλλα ευάλωτα πλάσματα. Άγουρος ενήλικας με πόνους στον θώρακα και τις αρθρώσεις, ν’ αφήνεις άστεγους κάτι έρωτες ημιτελείς και νεκρά κύτταρα στη διαδρομή σου. Μέχρι να γίνει η ανάμνηση ισχυρότερη της εμπειρίας, ηδονικότερη της επαφής. Σκέψου μονάχα πόσο πικρό είναι ν’ απομακρύνεσαι απ’ την ομορφιά του τόπου και των ανθρώπων, γευόμενος μόνο αδιέξοδα ή πόσο θεραπευτικό να μιλάς χωρίς δισταγμούς με ό,τι κατόρθωσε να πλάσει η φαντασία, ο μέσα σου αφέντης. Γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να καταστεί κάποτε η φαντασία αρτιότερη της πράξης. Όσο είναι ακόμα καιρός. Σκέψου μονάχα να αντιστέκεσαι στον αργό θάνατο της ηθικής ή στο τέλμα των αρχών και των νόμων. Γιατί δεν υπάρχει προορισμός ούτε και λύση του μυστηρίου. Μόνο εικόνες και μουσικές απ’ τα λαρύγγια των Σειρήνων και ‘συ να αφήνεσαι χωρίς σχεδία σ’ ένα ταξίδι μακριά από σωτηρίες και θαύματα.


[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS]