Όλα προορισμός


Είδα τη θάλασσα γκρίζα από την αποβάθρα. Τον σταθμάρχη με σηκωμένο το χέρι και τους δρόμους να χάνονται μέσα στη χαμηλή βλάστηση. Είδα μικρούς οικισμούς και παραπήγματα κάτω απ’ τον Όλυμπο. Τη ζωή μου να ταξιδεύει από σταθμό σε σταθμό χωρίς να ξέρω αν θα γυρίσω. Έβγαλα όλη μου τη ζωή μ’ ένα πουκάμισο, όχι πάντα καθαρό. Και δύο-τρία παπούτσια μικρότερα απ’ το μέγεθος του ποδιού μου.

Είδα ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν και μια Ελλάδα βαριεστημένη και μόνη σε μια γωνιά της ιστορίας. Και είδα τον Χριστό να στέκει ολόλαμπρος έξω απ’ τον χρόνο και τον χώρο, έξω απ’ τα ψεύτικα είδωλα της ιστορίας. Και μου άπλωσε το χέρι — Χριστέ μου, δεν είμαι άξιος να ακολουθήσω. Κι εκείνος  πλησίασε αμίλητος να μ’ αγκαλιάσει. Στην ίδια αγκαλιά ανήκουμε όλοι, μου είπε. Και δάκρυσα απ’ την τόση αλήθεια. Και είδα να υψώνομαι. Ούτε να μένω, ούτε να φεύγω. Όλα έγιναν όραση και όλα προορισμός.

Απολογισμός


Ιανουάριος. Σκιτσάρω τοπία ανύπαρκτα. Ο χειμώνας μετατρέπει τον κόσμο σε πληγή. Ταυτίζομαι με εκείνα που αγαπώ. Περισσότερο ταυτίζομαι με εκείνα που μισώ. Αγαπώ σημαίνει δολοφονούμαι. Σημαίνει δεν υπάρχω.

Φεβρουάριος. Θα έρθει η στιγμή όπου όλα θα επιστρέψουν. Όλα εκτός από τον άνθρωπο. Συμβαίνει κάθε τόσο ένα θαύμα που αδυνατούμε ν’ αντικρίσουμε. Χάθηκαν πολλές ζωές μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλω μια δύναμη να με σηκώσει κι έρχονται παραδοξότητες.

Μάρτιος. Επικοινωνώ με στοιχεία κρυμμένα στους ανθρώπους. Σπανίως φανερώνονται οι πληγές μας. Σπανίως κρύβονται. Ό,τι βρίσκεται στις σελίδες των βιβλίων επιτείνει την ματαιότητα. Δεν είμαι τίποτα περισσότερο από τρυφερό μαρτιάτικο γρασίδι.

Απρίλιος. Υπακούω στην ανάγκη μου να κάνω τα πάντα χωρίς να κάνω το παραμικρό. Μία πρόφαση οι στίχοι. Μια φθηνή δικαιολογία η ποίηση. Τίποτα δεν με κρατάει στη ζωή, παρά μόνο κάποιες αυθόρμητες στιγμές που ξεχνάω ποιος είμαι.

Μάιος. Βιώνω το βάρος μιας ηλικίας καταραμένης. Ερχόμαστε από μεγάλη μοναξιά. Πορευόμαστε προς την αιώνια Κοινωνία. Θα έρθει καιρός όπου τίποτα δεν θα μας αποτρέπει από την άνοδο.

Ιούνιος. Ζητώ λίγη ομορφιά πριν κοιμηθώ, πριν χαθώ, πριν εκλείψω. Ο Παράκελσος μού επισημαίνει έναν βίο που απώλεσα. Ακόμα και το ταπεινότερο στοιχείο γύρω μου φέρει εντός του την βεβαιότητα μιας κρυφής υπεροψίας.

Ιούλιος. Ο φόβος γίνεται σύντροφος. Κοιμάμαι και ξυπνάω μαζί του. Είμαστε ξύλινες εξέδρες που οδηγούν στην άβυσσο. Πεθαίνουμε αποδοτικότερα τα καλοκαίρια.

Αύγουστος. Η μοναξιά φοράει μαύρα εσώρουχα και καπνίζει — ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν. Ο Αύγουστος στην πόλη ένα βρόμικο σάβανο για νεκρούς και άφραγκους. Καταναλώνομαι απερίσκεπτα.

Σεπτέμβριος. Φουσκωμένα ποτάμια οι ζωές μας. Μία εκ γενετής τυφλότητα μάς καθιστά ακούσια θύματα. Σχεδόν ανόητους. Νυχτώνουν κάποτε και οι στιγμές μας. Υπάρχει μια μυστική ειρήνη μέσα σε τόσο πόλεμο.

Οκτώβριος. Με κούρασε η γραφή και η τυχαία κουβέντα. Μίλα μου κι άσε με να σωπαίνω. Ούτε η σιωπή με παρηγορεί. Περισσότερη η ζωή από τις λέξεις μου. Πάντα εκείνη θα κερδίζει το χαμένο έδαφος του στοχασμού μου.

Νοέμβριος. Κρατώ σημειώσεις για την ψευδαίσθηση των εξεγέρσεων. Όσοι μιλούν για το ψέμα, αγνοούν ότι όλα είναι Αλήθεια. Η μάνα, συνώνυμο μοναξιάς. Πορεύομαι ως μηδενιστής με νου σακατεμένο.

Δεκέμβριος. Υπάρχει ένα σημείο όπου δεν περισσεύει τίποτα να πεις ή να γράψεις. Όλα μιλούν μια δική τους γλώσσα. Ακόμα και τα ξερά φύλλα στη ρίζα της ροδιάς. Δεν έχεις τίποτα να βρεις αναζητώντας με.

Σύντομα


δεν χωρούν οι άνθρωποι
στη μοναξιά
ούτε η μοναξιά μες
στους ανθρώπους

μάταια παλεύουμε
με τη σκιά της

~

ο ήχος της νύχτας
ακατάστατος
όπως οι καρδιές των ανθρώπων:
σκοτεινές
και θορυβώδεις

~

μονάχα οι άτυχοι ταξιδεύουν –
οι τυχεροί
ρίχνουν άγκυρα στ’ ανοιχτά
και περιμένουν

~

δεν είμαστε φάροι
παρά ξέρες
και ύφαλοι
και βράχια

παλεύουμε αιώνες
με τα κύματα

Ακόμα και ο έρωτας, τον θάνατο υπερθεματίζει


Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι που να μην παραπέμπει στον θάνατο. Ακόμα και ο έρωτας, τον θάνατο υπερθεματίζει. Θέλω να πω, το τέλος παραμένει η κινητήριος δύναμη του παρόντος, ίσως και του μέλλοντος. Γράφοντας για τον έρωτα, ουσιαστικά μιλάμε για το βέβαιο του τέλους. Του οποιουδήποτε τέλους. Ο θάνατος παραμένει το επίκεντρο του στοχασμού μας, ακριβώς γιατί μας απασχολεί περισσότερο από καθετί. Παραμένει μία συγκεκαλυμμένη εμμονή που μας προσδίδει αγωνία, φόβο και μυστήριο. Προσδίδει όμως και πάθος για ζωή. Ο θάνατος, όχι ως αφοβία, αλυπία ή συμφιλίωση (πράγμα αδύνατον), περισσότερο ως ανακωχή.

~

Αν το ποίημα δεν έχει κάτι από τη σάρκα μας, γιατί να αποτυπωθεί; Κι αν πάλι το ποίημα δεν αποτινάξει το σάρκινο περιεχόμενό του, πώς είναι δυνατόν να αγγίξει την ψυχή μας; Στο ποίημα χωρούν τα πάντα. Όμως με γνώση, σύνεση, διάκριση και διακριτικότητα. Δεν είναι όλα για να ανθίσουν μες στο χώμα…

~

Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πως κατακτάται η ποιητικότητα. Σίγουρα όχι μέσα από αναγνώσματα και μελέτη. Τα βιβλία δεν βοηθούν την ποίηση. Η ποίηση των άλλων δεν οξύνει τα προσωπικά κριτήρια και σπανίως διαμορφώνει ύφος. Όλα μάλλον σχετίζονται με το ποιοι είμαστε και ποια στάση κρατάμε απέναντι στη ζωή και τα φαινόμενα. Η ποιητικότητα αποτελεί εγγενές στοιχείο της δημιουργίας. Το ζητούμενο παραμένει η πρόσληψή της.

~

Φέρουμε εντός μας παρελθόν, πολύ πριν συναντήσουμε την ανάγνωση. Ίσως είναι ο λόγος που γίνεται κάποιος ποιητής. Η παράδοση είναι βίωμα και όχι ανάγνωση. Η προφορικότητα γέννησε και γεννά τον ποιητικό λόγο. Κι ίσως από έλλειμα ή επάρκεια εαυτού γίνεται κανείς ποιητής.

~

Η ποιητικότητα είναι μάλλον κάτι περισσότερο από συγκινησιακά φορτισμένη χρήση της γλώσσας. Άλλωστε, δεν είναι η γλώσσα το κύριο εφόδιο του ποιητή. Το προσωπικό ύφος, κατακτάται με ουσία βιώματος και όξυνση της παρατήρησης. Όσο λιγότερο επικοινωνεί ένα ποίημα με την ποιητική παραγωγή της εποχής του, τόσο περισσότερο προσεγγίζει την ποιητικότητα.


[Συνέντευξη που δημοσιεύθηκε 
στην ιστοσελίδα fractalart.gr]


Μάταια επιμένω με την ποίηση


συχνά
δεν υπάρχει τίποτα να σκεφτώ –
μάταια επιμένω με την ποίηση

φερ’ ειπείν
η καρδιά απεχθάνεται τη λειτουργία του νου
και ό,τι κοιτώ πεθαίνει

κρατώ σημειώσεις για σένα
καπνίζω για σένα
ακούω τζαζ μπλουζ
για την αγάπη μας

αθώος ο ήλιος του απογεύματος 
και οι ζωές μας
φουσκωμένα ποτάμια

απ’ το κεφάλι μάς σέρνει ο χρόνος
όπως το φετινό καλοκαίρι:
τρεις μήνες
στα αζήτητα