Ήχοι αποδόμησης


i.

 
Ονειρεύτηκα διάλογο με ηλικιωμένη γυναίκα:
‒ Από πού μπαίνω στο ποίημα
και πού θέλω να πάω; ρωτούσε
‒ Δεν είναι ποίηση αυτό, της απαντούσα
 
Τίποτα δεν είναι ποίηση
 
 
ii.
 
Κάθε που μπαίνει ο Μάρτης
μαζεύονται μέσα μου σωρό
οι χειμώνες
 
σουρουπώνει
μ’ έναν τρόπο υποταγής
 
τρυπώνουν ήχοι από παράθυρα
και αφανείς ρωγμές
 
ή πιάνει βροχή μόνο
για να νοτίσει το χώμα
κι η άσφαλτος
 
 
iii.
 
Έρχεται κάθε τόσο και με πλακώνει
μια ανυποχώρητη πλήξη, βαριά
σαν γεράματα
 
Αρνούμαι να φορέσω σώμα, να κινήσω τα άκρα
Ακόμα κι η αναπνοή μοιάζει περιττή
 
Με πλακώνει κάθε τόσο μια παραίτηση
όμοια ύπνου
όπου τα μάτια κλείνουν, οι ήχοι σβήνουν ―
τίποτα δεν υπάρχει που να μπορεί
να με ταράξει
 
 
vi.
 
Πέφτει η νύχτα
και δεν ξημερώνει
παρά για να ζωντανέψουν οι νεκροί μας
 
ή για να ολοκληρώσω μια ανούσια συζήτηση
με κάποια υπέρβαρη κυρία
στην είσοδο της οικοδομής


[Φιλοξενήθηκε στον ιστότοπο Culture Book]