...από τότε κοιμάμαι ήσυχος

Όμως, γιατί με περιφρονούσαν τόσο; Μήπως και μένα η γέννηση μου δεν ήταν ένα ανεπανόρθωτο γεγονός, με τη μητέρα μου εξαντλημένη μπροστά στη ματαιότητα - και μόνο την ώρα της καταστροφής αποκτάμε τα παλιά μας δικαιώματα στον ουρανό. Κι αν με βλέπετε να στέκομαι συχνά μπρος στον καθρέφτη δεν είναι από φιλαρέσκεια, αλλά πρέπει κάθε τόσο να διορθώνω τη θηλιά που μ’ έχουν κρεμάσει...

(…)

Κι άξαφνα μια μέρα, όπως καθόμουν, αναπήδησα γιατί κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι αιώνια, ήταν μάλιστα τόσοι πολλοί οι ηλίθιοι που μου εύχονταν στα γενέθλια μου «χρόνια πολλά», που ξέχασα ολότελα πως μια μέρα θα πεθάνω - κι υστέρα είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ: τη νύχτα που ερχόταν, το διάβολο που σώπαινε, την πόρτα που δεν ωφελούσε, όσο για το μυστικό το είχα ράψει καλά στη φόδρα του παλτού μου, για μεγαλύτερη ασφάλεια όμως φώναξα έναν παλαιοπώλη και του πούλησα το παλτό, αλλά και πάλι ήμουν ανήσυχος, «κι αν αυτοί στο τέλος ανακαλύψουν την αλήθεια» σκεφτόμουν, πήγα λοιπόν και πέταξα τα λεφτά στον υπόνομο - από τότε κοιμάμαι ήσυχος…


[αποσπάσματα από το ποίημα
του Τάσου Λειβαδίτη Δειλινό στη γέφυρα]