Τη λένε μαρτύριο

«…Όχι ευτυχισμένος δε θα γίνεις ούτε σαν τρελός ούτε σαν γνωστικός. Στον κόσμο αυτό πρέπει να το πάρεις απόφαση: Και καλλιτέχνης και ευτυχισμένος: αποκλείεται. Την ευτυχία ή θα την γευτείς ή θα την προετοιμάσεις για τους άλλους. Και τα δυο μαζί δε γίνεται. Η ζωή σε διάλεξε για να την υπηρετήσεις. Όχι για να την απολάψεις. Και θα την υπηρετήσεις χωρίς βαρυγγομία και χωρίς αμοιβή. Είσαι ο αφανής μεταλλωρύχος που δουλεύεις μόνος, ασυντρόφευτος, βαθιά στην πικρή γη, για να βγάλεις το λαμπερό μέταλλο για τους άλλους. Εσύ είσαι ο στρατιώτης, ο χωρίς σχηματισμό, ο μονομάχος, ο Τάνταλος, ο Σαμψών. Θα πάρεις κάστρα, θ’ ανεβάσεις νερό, θ’ αλέσεις αλάτι… κι ύστερα θα υποκλιθείς και θα παρακαλέσεις τους άλλους να περάσουν.
 
Την προσωπική σου ευτυχία δε θα βρεις υλικά να την φτιάξεις. Θα την ανακαλύψεις μόνος σου μέσα στα ξένα μάτια, στην ξένη χαρά, στο ξένο τραγούδι. Πρέπει να συνηθίσεις ν’ αγαπάς εκείνο που σου λείπει. Να συνηθίσεις ν’ αντέχεις εκείνο που δεν έχεις. Να συνηθίσεις στο δικό σου «ψυχικό καθόλου», και στων άλλων το «ψυχικό παν».

Αλλά τότε… Αν είναι έτσι όπως το λες, πως μπόρεσες, εσύ, χωρίς ευτυχία, να σύρεις ως εδώ την ύπαρξη σου; Σήμερα τελειώνει ένας αιώνας. Μήπως ανακάλυψες μέσα απ’ τα ρουμάνια της ζωής, κανένα μονοπάτι που να μπορείς να το περάσεις χωρίς να ξεσκιστείς;

Όχι. Ανακάλυψες, όμως κάτι άλλο: Τη μέθοδο να δίνεις λίγη ευτυχία στους άλλους. Τα λεξικά δεν τη γράφουν έτσι… Τη λένε μαρτύριο, αλλά -ποιος ξέρει;- μπορεί αυτή να είναι η πραγματική -και η μόνη- Ευτυχία».
 
[Μενέλαος Λουντέμης, Έκσταση,
απόσπασμα επιλόγου 2ης έκδοσης, Αθήνα 1956]