Όπου ουρανός πατρίδα

Οι φόβοι
κορδόνι στο λαιμό
Τα πρόσωπα ταιριάζουν μ’ άλλα πρόσωπα
ωραίες προτομές, καλλίγραμμοι φαλλοί,
αρχαϊκές μύτες
δέντρα φυτρώνουν από έξω
προς τα μέσα
το Ιόνιο σπίθα
που κατοικεί στα ορεινά

Κάποιο αγόρι
γέννησε την ανάγκη της νοσταλγίας
το αυτογέννητο παρόν των ανθρώπων
να κοιτάς
και να βλέπεις θάλασσα
όπου θάλασσα στεριά
κι όπου ουρανός πατρίδα
διπρόσωπες ανάγκες
σαν προετοιμασία
για την μεγάλη έξοδο

Στο τραπέζι
μια μπουκιά ξερό ψωμί
κι ένα χάπι
για τον πονοκέφαλο
Όσοι βρέθηκαν σ’ απόσταση
δεν ζούνε πια –
χθες και σήμερα
λεπίδες τα δάχτυλα
χαμόγελα σκόνη
σε οθόνες

Απ’ τη βροχή μένει μόνο η θλίψη
κέρασμα αγνώστου θαμώνος
άσπρο πάτο –
γνωρίζουμε τον κόσμο
χωρίς γλώσσα
και νόημα

[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΦΤΕΡΑ ΧΗΝΑΣ]