Σκεπάζουν με σάρκα τα κόκαλα,
βάζουν μέσα κανένα μυαλό,
καμιά ψυχή, κάπου-κάπου,
κι έτσι οι γυναίκες πετάνε
τα βάζα στους τοίχους,
κι οι άντρες πίνουν
σαν τρελοί,
κι όλοι ψάχνουν
αυτόν τον έναν που τους αναλογεί
και κανείς δεν τον βρίσκει,
μα συνεχίζουν
να ψάχνουν
σκαρφαλώνοντας από κρεβάτι
σε κρεβάτι
Δεν υπάρχει
ελπίδα:
κολλήσαμε όλοι μας
στην ίδια μοίρα.
Γεμίζουν οι χωματερές,
γεμίζουν οι μάντρες.
Γεμίζουν τα τρελάδικα, γεμίζουν τα νοσοκομεία,
τα νεκροταφεία.
Τίποτε άλλο, όμως, δε
γεμίζει.
βάζουν μέσα κανένα μυαλό,
καμιά ψυχή, κάπου-κάπου,
κι έτσι οι γυναίκες πετάνε
τα βάζα στους τοίχους,
κι οι άντρες πίνουν
σαν τρελοί,
κι όλοι ψάχνουν
αυτόν τον έναν που τους αναλογεί
και κανείς δεν τον βρίσκει,
μα συνεχίζουν
να ψάχνουν
σκαρφαλώνοντας από κρεβάτι
σε κρεβάτι
Δεν υπάρχει
ελπίδα:
κολλήσαμε όλοι μας
στην ίδια μοίρα.
Γεμίζουν οι χωματερές,
γεμίζουν οι μάντρες.
Γεμίζουν τα τρελάδικα, γεμίζουν τα νοσοκομεία,
τα νεκροταφεία.
Τίποτε άλλο, όμως, δε
γεμίζει.
[Τσαρλς Μπουκόφσκι, Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση,
μτφρ: Γιώργος Μπλάνας]