Mε την πλάτη στο κενό

Αποκάλυψη ο φόβος των ανθρώπων, τα όρια – οι φυλακές – το σκοινί που μας δένει. Ο φόβος ο πρωταρχικός, το άνοστο της ύπαρξης σαν μελανιά σε σώμα πλανημένο από έρωτα.

Θα σας κοιτώ επίμονα στα μάτια. Να σκάψω με το βλέμμα μου το βλέμμα σας. Μην περισσέψει χρόνος για κανέναν. Κάποιο αναίτιο χαμόγελο – μόνο αυτό ίσως μας σώσει. Και το βέβαιο του θανάτου απ’ τον φόβο της σωτηρίας.

Μην περισσέψει χώρος για κανέναν. Μονάχα ο θάνατος λυτρώνει τη ζωή απ’ τον θάνατο. Όλοι πλάτη-πλάτη στριμωγμένοι σε μια γωνιά. Ακίνητος χειμώνας, αυτό το ανυποχώρητο που όλο πλησιάζει κι άθελά του ανοίγει δρόμους. Η εξουσία γονατιστή μπρος στον θεό της, λυτοί και δεμένοι με πλάτη στο κενό.

Μέσα από αιμορραγία ή κάτι ακαριαίο θα έρθει η αλήθεια. Ντυμένη μια αλλόκοτη ιστορία χωρίς τέλος. Τις νύχτες πιο πολύ φοβάμαι όσα ακούγονται για μαστροπείες και μοναχικούς συνομήλικους που έχασαν τον δρόμο τους.

[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΦΤΕΡΑ ΧΗΝΑΣ]