Ο έβδομος (A hetedik) | Attila József

Εάν στον κόσμο αυτόν εμφανιστείς,
καλύτερα φορές επτά να γεννηθείς.
Μία σε σπίτι φλεγόμενο,
μία μες σε πλημμύρα παγωμένη,
μία σ’ άγριο τρελάδικο,
μία σ’ ένα χωράφι γινωμένο σιτάρι,
μία σ’ έρημο μοναστήρι,
κι άλλη μία, καταμεσής ενός χοιροστασίου.
Έξι βρέφη θα κλαίνε, μα όχι τόσο:
εσύ για ’σένα να ’σαι το έβδομο.

Όταν για την επιβίωση πρέπει να παλέψεις,
άσε τον εχθρό σου άνδρες να αντικρίσει επτά.
Έναν Κυριακή μακριά από εργασία,
έναν που πιάνει Δευτέρα δουλειά,
έναν που διδάσκει άνευ διδάκτρων,
έναν που μαθαίνει κολύμπι απ’ τον πνιγμό του,
έναν που ‘ναι σπόρος σε δάσος,
κι έναν υπό την προστασία των προγόνων,
μα κάθε τους κοροϊδία δεν αρκεί:
εσύ για ’σένα να ’σαι ο έβδομος.

Εάν θέλεις μια γυναίκα να βρεις,
άσε προς το μέρος της να πάνε άντρες επτά.
Έναν που προσφέρει καρδιά αντί λέξεις,
έναν που κοιτά τον εαυτό του,
έναν που ισχυρίζεται ότι είναι ονειροπόλος,
έναν που την αισθάνεται μέσα από τη φούστα της,
έναν που γνωρίζει να λύνει και να δένει,
κι έναν που βαδίζει πάνω στο φουλάρι της:
άστους πετώντας να βουίζουν τριγύρω της.
Εσύ για ’σένα να ’σαι ο έβδομος.

Αν γράφεις και μπορείς να προσφέρεις,
άσε άνδρες επτά να γράψουν το δικό σου ποίημα.
Έναν που χτίζει χωριό μαρμάρινο,
έναν που στον ύπνο του γεννήθηκε,
έναν που χαρτογράφησε τον ουρανό και τον γνωρίζει,
έναν που οι λέξεις του φωνάζουν τ’ όνομά του,
έναν που πληρώνει την ψυχή του,
κι έναν που τρωκτικά ζωντανά ανατέμνει.
Δύο θα ‘ναι γενναίοι και τέσσερις σοφοί:
Εσύ για ’σένα να ’σαι ο έβδομος.

Κι αν όλα γίνουν ως έχουν γραφτεί,
θα πεθάνεις για άνδρες επτά.
Έναν που γλύφει και θηλάζει,
έναν που αρπάζει σφριγηλό νεανικό στήθος,
έναν που άδεια πιάτα εκτοξεύει,
έναν που βοηθά κάποιο κέρδος πενιχρό,
έναν  που εργάζεται ώσπου να γίνει κομμάτια,
κι έναν που χαζεύει το φεγγάρι.
Αυτός ο κόσμος θα γίνει κάποτε η ταφόπλακά σου:
εσύ για ’σένα να ’σαι ο έβδομος.

***

If you set out in this world,
better be born seven times.
Once, in a house on fire,
once, in a freezing flood,
once, in a wild madhouse,
once, in a field of ripe wheat,
once, in an empty cloister,
and once among pigs in sty.
Six babes crying, not enough:
you yourself must be the seventh.

When you must fight to survive,
let your enemy see seven.
One, away from work on Sunday,
one, starting his work on Monday,
one, who teaches without payment,
one, who learned to swim by drowning,
one, who is the seed of a forest,
and one, whom wild forefathers protect,
but all their tricks are not enough:
you yourself must be the seventh.

If you want to find a woman,
let seven men go for her.
One, who gives heart for words,
one, who takes care of himself,
one, who claims to be a dreamer,
one, who through her skirt can feel her,
one, who knows the hooks and snaps,
one, who steps upon her scarf:
let them buzz like flies around her.
You yourself must be the seventh.

If you write and can afford it,
let seven men write your poem.
One, who builds a marble village,
one, who was born in his sleep,
one, who charts the sky and knows it,
one, whom words call by his name,
one, who perfected his soul,
one, who dissects living rats.
Two are brave and four are wise;
You yourself must be the seventh.

And if all went as was written,
you will die for seven men.
One, who is rocked and suckled,
one, who grabs a hard young breast,
one, who throws down empty dishes,
one, who helps the poor win;
one, who worked till he goes to pieces,
one, who just stares at the moon.
The world will be your tombstone:
you yourself must be the seventh.

[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΦΤΕΡΑ ΧΗΝΑΣ]