Πεντηκοστή


     – Ζωγραφίζουν το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει στις κεφαλές των Αποστόλων σαν περιστέρι· δεν ντρέπονται; δεν ένιωσαν ποτέ να καίγονται από το Άγιο Πνεύμα; Πού βρήκαν το αθώο αυτό φαγώσιμο πουλί και μας το παρουσιάζουν σαν πνεύμα; Όχι, δεν είναι το Άγιο Πνεύμα περιστέρι, είναι φωτιά, φωτιά ανθρωποφάγα, και γατζώνεται κατακόρυφα στους αγίους, στους μάρτυρες, στους μεγάλους αγωνιστές, και τους κάνει στάχτη. Οι ταπεινές ψυχές το παίρνουν για περιστέρι και θαρρούν πως μπορούν να το σφάξουν και να το φάνε.
     Γέλασες.
   – Εγώ, αν θέλει ο Θεός, θα ζωγραφίσω μια μέρα το Άγιο Πνεύμα απάνω στο κεφάλι των Αποστόλων και θα δεις.
   Σώπασε· κούνησε απάνω κάτω βίαια το χέρι του, σαν να ζωγράφιζε στον αέρα την μελλούμενη Επιφοίτηση.
  – Δεν μπορείς τη φωτιά να την κάμεις φως; Έκαμα μα ευτύς το μετάνιωσα, γιατί το πρόσωπο του φίλου μου σκοτείνιασε.
    Ζάρωσε τα φρύδια·
  – Η μανία σου με το φως! είπες· με κοίταξες και μια στιγμή μου φάνηκες θυμωμένος. Γιατί βιάζεσαι; Δεν είναι αυτό δουλειά μας. Γης είναι ετούτη, δεν είναι σύννεφο, κορμιά είναι με σάρκα, με ξίγκια, με κόκαλα, ας τα κάνουμε φλόγα· αυτό μπορούμε, παραπέρα δεν μπορούμε, φτάνει! Και σ’ ένα κούτσουρο και σ’ ένα φύλλο δέντρου και στον πιο λαμπρό μεταξωτό βασιλικό μαντύα κοιμάται η φωτιά και περιμένει τον άνθρωπο να την ξυπνήσει· ξύπνησε τη φωτιά, να το χρέος του ανθρώπου. Μια φλόγα διαπερνά τις πέτρες, τους ανθρώπους, τους αγγέλους· αυτή θέλω να ζωγραφίσω· δε θέλω να ζωγραφίσω τη στάχτη, είμαι ζωγράφος, δεν είμαι θεολόγος· τη στιγμή που καίγονται τα πλάσματα του Θεού, τη στιγμή αυτή θέλω να ζωγραφίσω· λίγο προτού γίνουν στάχτη. Να προφτάσω, να προφτάσω μονάχα· γι’ αυτό με βλέπεις κι αγκομαχώ και βιάζουμαι, να προφτάσω προτού γίνουν στάχτη.  

[Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο,
απόσπασμα από τον Επίλογο, σελ. 502-503,
εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη]