Νυχτερινές Απουσίες #31


Ο Στάχυς πάνω απ’ την αθωνική πολιτεία. Διάττοντες με πράσινες και κυανές ουρές. Ριγμένοι σ’ έναν τόπο σκλαβωμένο απ’ την ομορφιά. Δεσμώτες στην ίδια φυλακή. Μοναχικός ψαράς η τυχαιότητα, ανοίγει στόμα να καταπιεί το αγκίστρι.

Αντιλαμβάνομαι κάποτε την ανάγκη να επιστρέψω ή την ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη της φυγής. Εκείνος που αναζητά δεν βρίσκει. Αν τυχόν βρει, θα ’ναι από χέρι δεύτερο και τρίτο. Μάλλον χρησιμοποιημένο. 

Συμβαίνει όταν δεν έχω τι να γράψω να επιστρέφω σ’ ένα είδος παιδικής ανασκόπησης. Μέχρι να πάρω φόρα, βουτώ στο κενό∙ και πριν την πτώση να ’χω πλάσει με τα λόγια έναν ευκολότερο θάνατο.

***

L’oreille au-dessus de l’état athonien. Étiré avec des queues vertes et bleues. Rayé dans un lieu asservi par la beauté. Bound dans la même prison. L’ hasard est la seule solution. Comme un pêcheur ouvre sa bouche pour avaler le crochet.

Parfois je dois rentrer ou même mieux disparaître. Comme celui qui cherche quelque chose mais ne le  trouve jamais rien. S’il le trouve, ce sera à la main deuxième et troisième. Plutôt utilisé.

Cela arrive quand je n’ai rien à écrire, de revenir à une sorte de critique de l’enfance. Jusqu’à ce que j’entre dans des forts, je plonge dans le vide et, avant la chute, j’ai fait une mort plus facile avec des mots.

[Απόδοση στη γαλλική, Χριστίνα Χαγιάρη |
Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΘΡΑΚΑ]