Μιλώ συχνά για τους “παλιούς ανθρώπους”. Για εκείνους που πορεύτηκαν με τα στοιχειώδη, ανάλαφροι από το βάρος της υποψίας.
Αναπολώ όσους έζησαν κι όσους επιμένουν να ζουν μες στη βαρυχειμωνιά της εποχής. Παλιές γυναίκες και άντρες που γνώρισαν την αλήθεια κι ας μη μιλούν.
Μιλώ γι’ ανθρώπους-πατρίδες όπου επιστρέφουμε για να θυμηθούμε ή να δακρύσουμε. Για ’κείνους που έζησαν μιαν άλλη ζωή, πιο ζωή απ’ τη ζωή μας. Και γεύτηκαν ή θα γευτούν έναν άλλον θάνατο, πιο θάνατο από τον θάνατό μας.
Έζησαν και ζουν αθόρυβα σε στενά διαμερίσματα με μια-δυο γλάστρες στο μπαλκόνι ή σε ταπεινά σπίτια της επαρχίας με μπαχτσέ και μια μουσμουλιά για σκιά στο πλάι.
Κι οι σπουδαγμένοι του σήμερα μιλούν για την αύξηση του προσδόκιμου, δίχως ν’ αρθρώσουν λέξη για το λίγο –μπορεί κι ελάχιστο– μιας ζωής γεμάτης.
Γεμάτη ζωή πάει να πει άδεια από περιττούς λογισμούς και κινήσεις. Θα πει συγκατάβαση, υπομονή και γνώση της φθοράς και του τέλους.
Κι όσοι πληρώσαμε το τίμημα του “νέου είδους” δεν θα καταφέρουμε ίσως ποτέ να παλιώσουμε όπως πάλιωναν άλλοι κάποτε.
Ένα προώρως γερασμένο είδος. Απονενοημένο γέννημα μιας άλλης γενιάς που δεν της δώσαμε το χέρι, δεν της ανάψαμε καντήλι, δεν τη μνημονεύσαμε.
Έτσι θα χαθούμε.
[Δημοσιεύθηκε στο ελευθεριακό φύλλο
ΠΟΙΗΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τ. 14ο - Άνοιξη 2020]