Ποιήματα | Γ. Ξ. Στογιαννίδης


Το ποίημα

Δεν ξέρω πώς να μπαλώσω τούτο το ποίημα
έτσι ξεσκισμένο που είναι.
Νύχτες τώρα παιδεύομαι
μπερδεύομαι με τις λέξεις,
ύστερα είναι εκείνος ο πόνος, επίμονος,
το λίγο φως
που δυσκολεύει να δω το πρόσωπό σου
καταφαγωμένο σαν
από ανακομιδή.
Τόσα χρόνια δεν έλιωσε ακόμη
με κυνηγά βγαίνει ψηλά πάνω απ’ τη θέλησή μου
κάποτε χάνεται
όμως δεν κλείνω μάτι τη νύχτα
ώσπου να πέσω πτώμα.

Τότε καταλαβαίνω γιατί έχουν στραβώσει τα όνειρα
μέσα μου
σκουντουφλούν ξοφλημένα
γιατί μπάζει νερά το μαύρο μου χάλι
βαθαίνει η άβυσσος.

Δε θυμάμαι πότε άρχισα
μου διαφεύγουν οι ημερομηνίες
μένει μόνο εκείνο το καρφί στη θύμησή μου
και δεν τελειώνει τούτο το ποίημα
δεν τελειώνει.

II.

Το ποίημα είναι το ποτάμι
δε σταματά
συνεχίζεται μέσα σου.

III.

Τα ποιήματα μέρα τη μέρα πληθαίνουν
μας κόβουν την αναπνοή
γίνονται εφιάλτες τις νύχτες
κυκλοφορούν ανάμεσά μας
φαντάσματα.

Αν δεν πεθάνουμε θα μας πνίξουν.

***

Το θηρίο

Ήσυχα που είναι εδώ. Τίποτε
απ’ την απειλή του κόσμου δε φτάνει. Κι ας
σκοτώνονται οι άνθρωποι. Τίποτε
δεν ακούγω και κανένα δεν βλέπω. Α
είναι ωραία∙ δεν ξέρω αν είμαι άνθρωπος
ή θηρίο.

Χαίρομαι την πληρότητά μου μονάχος!


[από τη συλλογή Στις προσβάσεις του ύπνου
Σκαπτή Ύλη, Θεσσαλονίκη, 1976]