Όλα προορισμός


Είδα τη θάλασσα γκρίζα από την αποβάθρα. Τον σταθμάρχη με σηκωμένο το χέρι και τους δρόμους να χάνονται μέσα στη χαμηλή βλάστηση. Είδα μικρούς οικισμούς και παραπήγματα κάτω απ’ τον Όλυμπο. Τη ζωή μου να ταξιδεύει από σταθμό σε σταθμό χωρίς να ξέρω αν θα γυρίσω. Έβγαλα όλη μου τη ζωή μ’ ένα πουκάμισο, όχι πάντα καθαρό. Και δύο-τρία παπούτσια μικρότερα απ’ το μέγεθος του ποδιού μου.

Είδα ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν και μια Ελλάδα βαριεστημένη και μόνη σε μια γωνιά της ιστορίας. Και είδα τον Χριστό να στέκει ολόλαμπρος έξω απ’ τον χρόνο και τον χώρο, έξω απ’ τα ψεύτικα είδωλα της ιστορίας. Και μου άπλωσε το χέρι — Χριστέ μου, δεν είμαι άξιος να ακολουθήσω. Κι εκείνος  πλησίασε αμίλητος να μ’ αγκαλιάσει. Στην ίδια αγκαλιά ανήκουμε όλοι, μου είπε. Και δάκρυσα απ’ την τόση αλήθεια. Και είδα να υψώνομαι. Ούτε να μένω, ούτε να φεύγω. Όλα έγιναν όραση και όλα προορισμός.