Στη μνήμη της γιαγιάς μου

[Για ’κείνους που τη γνώρισαν και πήραν κάτι απ’ την αιώνια ηρεμία της, για ’κείνους που δεν τη συνάντησαν ποτέ τους και αναζητούν ακόμα ανθρώπους. Γιατί οι άνθρωποι που οφείλουμε να μνημονεύουμε δε φορούν επίσημα ρούχα, ούτε δηλώνουν ηχηρά την παρουσία τους. Διδασκόμαστε τα ομορφότερα από ανθρώπους αφανείς και διακριτικούς, που διατήρησαν αξίες, ήθος και πολιτισμό σε καιρούς χαλεπούς. Σε εκείνους θα επιστρέψουμε μοιραία κάποια στιγμή. Όλοι μας…]

*** 

Αποχαιρετώ τη μόνη γυναίκα που μου χτυπούσε διακριτικά την πόρτα για να μου προσφέρει μια χούφτα λουλούδια και μου ’λεγε ψιθυριστά «δεν θα σ’ ενοχλήσω, δεν θα σ’ ενοχλήσω», αφήνοντας πίσω το πιο αθώο της χαμόγελο. Τη γυναίκα που μου ’μαθε να βλέπω πιο βαθειά, να δίνω τόπο στην οργή, να μη πληγώνω ό,τι αγαπώ. Τη γυναίκα που μου δίδαξε συγκατάβαση, μοναξιά, ηρεμία, εμπιστοσύνη σ’ όσα δεν μπορώ να ελέγξω. Που μου ’δειξε πόση δύναμη κρύβει η συγγνώμη και πόση αξιοπρέπεια το «δεν πειράζει».

Θυμάμαι να κάθεσαι δίπλα μου, παιδί ακόμα του δημοτικού, να λύνουμε μαζί ασκήσεις μαθηματικών. Τις νύχτες κούρνιαζα κοντά σου σαν όλα τα παιδιά που αναζητούν τα παραμύθια. Μύριζες ξυλόσομπα, κηραλοιφή και κάτι απόλυτα δικό σου. Δεν θα ξεχάσω τη μυρωδιά σου. Ποτέ. Θυμάμαι να ανάβεις ήρεμη το καντήλι κι εγώ να παρακολουθώ εκστατικά πως κάνεις το σταυρό σου. Θυμάμαι το ημερολόγιο που ’χες αφήσει κρεμασμένο στον τοίχο. Έδειχνε Αύγουστος του 2006. Τότε που έφυγε ο παππούς. Το ρολόι του ακόμα στο τραπέζι, δίπλα από τη παλιά φρουτιέρα. Θυμάμαι τις σοκολάτες, τα κουλουράκια, τα λουκούμια, την ατέλειωτη γεύση της μουσταλευριάς σου, το γλυκό καρύδι και το σύκο στα ντουλάπια της κουζίνας. Θυμάμαι ν’ ασβεστώνεις τείχους, να γεμίζει το πρόσωπό σου λευκές σταγόνες και ’γω να γελάω. Θυμάμαι τα αλεξανδρινά, τις τριανταφυλλιές και τα χρυσάνθεμα της αυλής. Θυμάμαι την κερασιά που ’χες κρεμάσει στα κλαδιά της τριχιά κι ένα μαξιλάρι από κάτω να κάνουμε κούνια την άνοιξη. Κι ύστερα, το σκοτωμένο οικόπεδο, οι μέσα σου βουβές πληγές, οι φωτογραφίες του παππού και κάποιες σκόρπιες δικές μας. Θυμάμαι που μου ’φερνες διστακτικά τα παιδικά μου παιχνίδια κλεισμένα καλά σε νάιλον σακούλες, μη μας δει κανείς και μας παρεξηγήσει. «Να τα ’χεις» μου ’λεγες, «για να θυμάσαι». Τί να θυμάμαι; Τί να θυμάμαι, Λόλα μου;

Αποχαιρετώ μια γυναίκα που όμοιά της δεν συνάντησα ποτέ μου. Μια  γυναίκα πληθωρική παρά το μικροκαμωμένο της ύπαρξής της και απέραντα φωτεινή μες στις σκιές της. Αποχαιρετώ μιαν ακόμη απόχρωση της ψυχής μου. Ίσως την πιο φανταχτερή. Που θα θυμίζει για πάντα πατρίδα, επιστροφή και νοσταλγία. Τα ίδια μου τα παιδικά χρόνια. Τη γιαγιά μου.

[ Ελασσόνα, 10 Φλεβάρη 2015 ]