Oλομόναχος


Oλομόναχος

τίποτα δεν είχε μείνει
μόνο νεκρά πουλιά
και λίγα σύννεφα

φεύγουμε αναμάρτητοι —
δεν πατούν τα πέλματα
στο έδαφος
καραδοκεί το σκοτάδι
στο βάθος λιγοστό φως

σκαλίζω τη στάχτη
ανάμεσά σας
ολομόναχος

~

Κανείς να με λυπηθεί

όταν κρυώνω
ο χρόνος λιγοστεύει

τα άκρα μου 
δέντρα φυλλοβόλα

οι ρίζες
απλώνουν στο άγνωστο

παραμελημένος από θεούς
κι ανθρώπους

κανείς να με λυπηθεί

ακόμα και οι αγάπες μου
ανάλγητες
δίχως οίκτο

όταν κρυώνω
παύουν οι χυμοί
στα σπλάχνα μου

αναζητώ θερμότερα κλίματα
μήπως ανανήψω

ποιος μπόρεσε
να γεννηθεί
μες στον χειμώνα;


[Φιλοξενήθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό poiein.gr]

Θερινά


όσα οι άνθρωποι χάνουν
στον εγκλεισμό των αστικών κέντρων
τα αναζητούν μάταια
στον συνωστισμό
μιας ταλαιπωρημένης ακτής

~

μάνα θάβει το παιδί της στην άμμο
κάτω από πέλματα 
και αποτσίγαρα 

~

ασθενικά νέφη στον ουρανό
πλεούμενα σε κάθε σημείο του ορίζοντα —

θύματα όλοι μας
του ελληνικού καλοκαιριού

~

φαλακροκόρακες και ασημόγλαροι
αναζητούν τη λεία τους

είμαστε η λεία
μιας ανελέητης θερινής ραστώνης

~

ζευγάρια
δολοφονούν τον έρωτά τους
σε απόμερες ακτές

~

προορισμοί διακοπών
που δεν περιμένουν κανέναν

~

η παράνοια
να βρεθούμε με κάθε τίμημα
δίπλα στο κύμα

~

τα καλοκαίρια
θέτουν τη γνώση σε λήθαργο

Ηλιοστάσιο


θερμοπληξία και πονοκέφαλος 
37° υπό σκιά

σκοτωμένος χρόνος
στο αστικό καμίνι

μέχρι και οι τοίχοι 
επαναλαμβάνουν νευρωτικά 
“καλό τριήμερο”

όσοι έφυγαν, δεν βρήκαν τίποτα 
όσοι έμειναν πίσω
έγιναν βορά της πλήξης

η ασθενική σκιά της ακακίας
γυναίκες με εμπριμέ φορέματα 
και κόλλυβα στο χέρι

τα καλοκαίρια
ροκανίζουν θανάσιμα 
τον χρόνο μας

λιωμένη άσφαλτος
κάτω από το πέλμα
χρυσοπληρωμένος εσπρέσο
στην κάψα της Δελφών

ο Ιούνιος
πλήρης ιδρώτα
και φαντασμάτων

Όλα προορισμός


Είδα τη θάλασσα γκρίζα από την αποβάθρα. Τον σταθμάρχη με σηκωμένο το χέρι και τους δρόμους να χάνονται μέσα στη χαμηλή βλάστηση. Είδα μικρούς οικισμούς και παραπήγματα κάτω απ’ τον Όλυμπο. Τη ζωή μου να ταξιδεύει από σταθμό σε σταθμό χωρίς να ξέρω αν θα γυρίσω. Έβγαλα όλη μου τη ζωή μ’ ένα πουκάμισο, όχι πάντα καθαρό. Και δύο-τρία παπούτσια μικρότερα απ’ το μέγεθος του ποδιού μου.

Είδα ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν και μια Ελλάδα βαριεστημένη και μόνη σε μια γωνιά της ιστορίας. Και είδα τον Χριστό να στέκει ολόλαμπρος έξω απ’ τον χρόνο και τον χώρο, έξω απ’ τα ψεύτικα είδωλα της ιστορίας. Και μου άπλωσε το χέρι — Χριστέ μου, δεν είμαι άξιος να ακολουθήσω. Κι εκείνος  πλησίασε αμίλητος να μ’ αγκαλιάσει. Στην ίδια αγκαλιά ανήκουμε όλοι, μου είπε. Και δάκρυσα απ’ την τόση αλήθεια. Και είδα να υψώνομαι. Ούτε να μένω, ούτε να φεύγω. Όλα έγιναν όραση και όλα προορισμός.

Απολογισμός


Ιανουάριος. Σκιτσάρω τοπία ανύπαρκτα. Ο χειμώνας μετατρέπει τον κόσμο σε πληγή. Ταυτίζομαι με εκείνα που αγαπώ. Περισσότερο ταυτίζομαι με εκείνα που μισώ. Αγαπώ σημαίνει δολοφονούμαι. Σημαίνει δεν υπάρχω.

Φεβρουάριος. Θα έρθει η στιγμή όπου όλα θα επιστρέψουν. Όλα εκτός από τον άνθρωπο. Συμβαίνει κάθε τόσο ένα θαύμα που αδυνατούμε ν’ αντικρίσουμε. Χάθηκαν πολλές ζωές μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλω μια δύναμη να με σηκώσει κι έρχονται παραδοξότητες.

Μάρτιος. Επικοινωνώ με στοιχεία κρυμμένα στους ανθρώπους. Σπανίως φανερώνονται οι πληγές μας. Σπανίως κρύβονται. Ό,τι βρίσκεται στις σελίδες των βιβλίων επιτείνει την ματαιότητα. Δεν είμαι τίποτα περισσότερο από τρυφερό μαρτιάτικο γρασίδι.

Απρίλιος. Υπακούω στην ανάγκη μου να κάνω τα πάντα χωρίς να κάνω το παραμικρό. Μία πρόφαση οι στίχοι. Μια φθηνή δικαιολογία η ποίηση. Τίποτα δεν με κρατάει στη ζωή, παρά μόνο κάποιες αυθόρμητες στιγμές που ξεχνάω ποιος είμαι.

Μάιος. Βιώνω το βάρος μιας ηλικίας καταραμένης. Ερχόμαστε από μεγάλη μοναξιά. Πορευόμαστε προς την αιώνια Κοινωνία. Θα έρθει καιρός όπου τίποτα δεν θα μας αποτρέπει από την άνοδο.

Ιούνιος. Ζητώ λίγη ομορφιά πριν κοιμηθώ, πριν χαθώ, πριν εκλείψω. Ο Παράκελσος μού επισημαίνει έναν βίο που απώλεσα. Ακόμα και το ταπεινότερο στοιχείο γύρω μου φέρει εντός του την βεβαιότητα μιας κρυφής υπεροψίας.

Ιούλιος. Ο φόβος γίνεται σύντροφος. Κοιμάμαι και ξυπνάω μαζί του. Είμαστε ξύλινες εξέδρες που οδηγούν στην άβυσσο. Πεθαίνουμε αποδοτικότερα τα καλοκαίρια.

Αύγουστος. Η μοναξιά φοράει μαύρα εσώρουχα και καπνίζει — ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν. Ο Αύγουστος στην πόλη ένα βρόμικο σάβανο για νεκρούς και άφραγκους. Καταναλώνομαι απερίσκεπτα.

Σεπτέμβριος. Φουσκωμένα ποτάμια οι ζωές μας. Μία εκ γενετής τυφλότητα μάς καθιστά ακούσια θύματα. Σχεδόν ανόητους. Νυχτώνουν κάποτε και οι στιγμές μας. Υπάρχει μια μυστική ειρήνη μέσα σε τόσο πόλεμο.

Οκτώβριος. Με κούρασε η γραφή και η τυχαία κουβέντα. Μίλα μου κι άσε με να σωπαίνω. Ούτε η σιωπή με παρηγορεί. Περισσότερη η ζωή από τις λέξεις μου. Πάντα εκείνη θα κερδίζει το χαμένο έδαφος του στοχασμού μου.

Νοέμβριος. Κρατώ σημειώσεις για την ψευδαίσθηση των εξεγέρσεων. Όσοι μιλούν για το ψέμα, αγνοούν ότι όλα είναι Αλήθεια. Η μάνα, συνώνυμο μοναξιάς. Πορεύομαι ως μηδενιστής με νου σακατεμένο.

Δεκέμβριος. Υπάρχει ένα σημείο όπου δεν περισσεύει τίποτα να πεις ή να γράψεις. Όλα μιλούν μια δική τους γλώσσα. Ακόμα και τα ξερά φύλλα στη ρίζα της ροδιάς. Δεν έχεις τίποτα να βρεις αναζητώντας με.