Απολογισμός


Ιανουάριος. Δεν είναι ακριβώς ότι επιστρέφω. Είναι ότι δεν έχω πού να πάω. Είμαι κάτι σαν μητέρα. Όσο τακτοποιώ την ζωή μου, γίνομαι θάλασσα.

Φεβρουάριος. Πουλιά χωρίς σχέδιο πτήσης. Δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος ανησυχίας. Ακόμα κι αν ανοίξουν οι ουρανοί, γυμνοί θα εξέλθουμε μια μέρα.

Μάρτιος. Ό,τι υπάρχει στα βιβλία δεν αξίζει όσο μια γουλιά πικρού εσπρέσο μαζί μ’ ένα τσιγάρο. Κάθε μέρα πιο αφόρητος ο κόσμος. Δεν πεινάω. Μόνο νυστάζω. 

Απρίλιος. Ψιλόβροχο στην Αρχαγγελιώτισσα. Αναπνέω και το τοπίο διαστέλλεται. Δεν ξέρω αν στέκομαι ή αν κρεμιέμαι απ’ το έδαφος.

Μάιος. Η άνοιξη, ένα δώρο που θα χρειαστεί κάποτε να το επιστρέψεις. Χωρώ ακριβώς μες στις συνήθειές μου. Δεν περισσεύει τίποτα.

Ιούνιος. Φυτά συνωστίζονται στο έδαφος, όπως πυκνώνουν στο νου οι σκέψεις. Κάθε τι καρπίζει και χάνεται. Ή χάνεται πριν καρπίσει. Όλα κατά βάθος είναι γη.

Ιούλιος. Το σώμα μου στα ριζά του Ίταμου. Η ίδια αλήθεια όπου κι αν στρέψω το βλέμμα. Κάθε τι αναγκαίο μοιάζει άχρηστο. Σπουδαία λύση κάποτε η μοναξιά.

Αύγουστος. Οι μέρες μας μετρημένες, οι νύχτες μας σκοτεινές. Η ομορφιά, ον ανθρωποφάγο. Με διασώζει, δολοφονώντας με. Πρέπει να εξομολογηθούμε ως και τις αμαρτίες των άλλων.

Σεπτέμβριος. Θυμώνω με την ευκολία του εικοσιτετραώρου. Ό,τι φτάνει στο αυτί μου ως ήχος δεν είναι παρά εικόνα. Θα σε φιλώ μέχρι να βραδιάσει.

Οκτώβριος. Το μάταιο του κόσμου και τα μάτια σου. Όσα κάποτε διδάχτηκα, πήγαν στράφι. Πεθαίνουμε αφού πρώτα τρελαθούμε.

Νοέμβριος. Μοιάζει αδιάφορα ελκυστικός ο κόσμος. Είμαι γεμάτος νερό που λιγοστεύει. Δεν είναι ζωή. Είναι δίψα και πνιγμός.

Δεκέμβριος. Η ανήθικη χρησιμότητα της ζωής. Υποστηρίζω με θάρρος το παράλογο της σκέψης. Να αντικρίσω από ένα σημείο όλα τα σημεία.

Το μάταιο του κόσμου και τα μάτια σου


Σε σκέφτομαι υπό σκιά. Μαζί με τη θάλασσα, γεύομαι το σάλιο σου. Σπανίως η δίψα σβήνει με νερό. Ό,τι υπάρχει, έχει τη μορφή σου. Είσαι παρών στην απουσία μου.

Αδειάζω όταν σε σκέφτομαι. Ακόμα και οι λέξεις άδειες, παραμελημένες. Μου δαγκώνεις τον καρπό, σου φιλώ τα μάτια. Το μάταιο του κόσμου και τα μάτια σου.

Ο κάμπος φλέγεται. Γίνεται τζίτζικας ο ψίθυρος. Στο πρόσωπό σου ροδακινιές και αμπελοχώραφα. Τα δόντια μας γεύονται σάρκα και η σάρκα ουρανό. Σε ’μένα ανήκεις και στον Αύγουστο.

Θα μας νικήσει κάποτε το φως


Θα μας νικήσει κάποτε
το φως
και θα ’ναι φθινόπωρο
τρυφερό
στις πρώτες του ημέρες

Μόνο τα χέρια 
μόνο τα μάτια μας
θα θυμίζουν
όσα ζήσαμε

~

Ό,τι μείνει
θα ’χει χέρια ορθάνοιχτα
ζωντανά 
όπως μου κρατά 
τις νύχτες συντροφιά
η ανάσα σου

Θα ’ναι δικό μας
ό,τι μείνει
και θα μας σώσει
θα το δεις
την πιο δύσκολη 
στιγμή

Εμβοές


Ο ήχος εισδύει
όπως το φως

Δεν ακούω –
βλέπω

*

Ήχοι εσωτερικοί
απαραίτητοι
όσο η τροφή
και η σκέψη

Παραμένω ανεπαρκής

*

Από αφέλεια
και εγωισμό
υπάρχω ακόμα

Ό,τι μου στερώ
επιστρέφει πάνοπλο

*

Ο χρόνος χάνεται
όπως σβήνει
ένα χάδι
στην άκρη των δαχτύλων

*

Προλαβαίνει κανείς
μόνο όσα τον περιμένουν

Ακόμα και τα όνειρα
μια ανθρώπινη πλεκτάνη
για να βγεις σε λάθος
δρόμο

*

Αποκάλυψη ο φετινός
χειμώνας –
ύστατος καιρός
γεμάτος σημάδια

*

Η θάλασσα του χειμώνα
μια αβαθής λίμνη
να βρέξεις
τα πόδια σου

*

Παγωμένα πέλματα
ζεστές παλάμες –

Η αγάπη έχει πάντα
την θερμοκρασία
του σώματος

*

Απ’ τους ήχους
περισσότερο εκείνος του ανέμου
μας κρατά ζωντανούς

Αργότερα μικροσκοπικοί γρύλοι
και ψίθυροι
από σταγόνες της βροχής


[Φιλοξενήθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr]

Ύπαιθρος


θαυμάζω το φως του απογεύματος

ονειρεύομαι έναν Αύγουστο
σε δροσερό πυκνόφυτο ρέμα
με θάμνους φτελιές
και αρσενικά κοτσύφια

*

η τρυφερή ύπαιθρος
της Μακεδονίας

έγχρωμες εκτάσεις
οικισμοί όσο η παλάμη μου
και χαραγμένες πέτρες
σαν αγιασμένα λείψανα
προγόνων

*

γυναίκα βαδίζει στις φτέρνες –
βαστάει στους ώμους
παιδική σαρκοφάγο

συχνά η σελήνη
κτέρισμα
σε γυάλινη προθήκη


[Φιλοξενήθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr]