Έμεινα άγρυπνος μαζί σου σχεδόν πέντε μερόνυχτα. Σε χάιδευα, σου τραγουδούσα, σου έδινα νερό με πλαστικό καλαμάκι, σε κρατούσα απ’ τον θώρακα κάνοντας μικρές βόλτες μες στο σπίτι. Σε κάθε γωνιά του πατώματος ίχνη απ’ τα πατουσάκια σου. Το τρίχωμά σου τρυφερό, μύριζε πανέμορφα.
Δεν ήθελες πια να φας, ούτε να κάνουμε τούμπες μετά τις βραδινές μας τσάρκες. Σκούπιζα τα δάκρυα από τα μάτια σου, νότιζα μ’ ένα πανάκι τη μυτούλα σου, άκουγα τον ρυθμό της αναπνοής σου. Τις τελευταίες νύχτες ήσουν ανήσυχος και κουρασμένος.
Πέρασε γρήγορα ο καιρός, μικρέ μου φίλε. Έμοιαζες κουτάβι κι ας έκλεινες φέτος τα δώδεκα χρόνια σου. Πότε σε φέραμε λίγων εβδομάδων στο σπίτι και πότε σ’ αποχαιρετήσαμε… Όλα μοιάζουν τόσο σύντομα.
Θυμάμαι τις γκάφες που κάναμε μαζί. Τις βόλτες στο ποτάμι, τα μακροβούτια στις θάλασσες, τους μακάριους ύπνους μας στο χορτάρι, στα χαλιά, στους καναπέδες. Θυμάμαι τη μάνα να μας μαλώνει που λερώναμε το σπίτι κι εμείς του κεφαλιού μας. Οι τρίχες σου έχουν τρυπώσει παντού μες στη ζωή μας. Τα ρούχα, οι κουβέρτες, οι μοκέτες του αυτοκινήτου, το πάτωμα θα μαρτυρούν για πάντα το πέρασμά σου.
Αναρωτιέμαι πόσο κερδισμένοι υπήρξαν όσοι κάποτε σε συνάντησαν. Και πόσο άτυχοι εκείνοι που δεν κατάφεραν ποτέ να σε γνωρίσουν. Υπήρξες ένας πανέμορφος, αγαθός γίγαντας. Πάντα αθόρυβος και διακριτικός. Και στάθηκες ατάραχος ως το τέλος.
Μας δίδαξες υπομονή και συγκατάβαση. Μας δίδαξες συντροφικότητα, εμπιστοσύνη και αγάπη. Υπερβολική αγάπη. Τόση που καμιά φορά γινόταν ανυπόφορη. Γιατί αν η αγάπη, καλέ μου σκύλε, δεν γίνει ανυπόφορη, αγάπη δεν είναι.
Ήθελες να φύγεις και έφυγες αθόρυβα στην αγκαλιά μας, σαν άγγελος, λίγο πριν τις έντεκα το βράδυ. Και είχε μια οδυνηρή ομορφιά ο θάνατός σου που έκανε το κλάμα να μπερδεύεται αμήχανα με το χαμόγελό μας.
Θυμάμαι. Θυμάμαι κάθε τι που ζήσαμε μαζί. Δυσκολεύομαι όμως να θυμηθώ πόσα «σ’ ευχαριστώ» είπαμε χθες βράδυ. Κύλησε η νύχτα μουρμουρίζοντας «σ’ ευχαριστώ». Αμέτρητα, καθαρτήρια «σ’ ευχαριστώ» σαν μια μεγάλη, λυτρωτική προσευχή.
Καθαρίσαμε το σωματάκι σου με ανθόνερο και το πρωί σε αποχαιρετήσαμε στο χώμα της αυλής, κάτω απ’ την παλιά μουσμουλιά, δίπλα στις φραουλιές και τις βιολέτες.
Μπαίνει η άνοιξη, μικρέ μου και εμείς πρέπει να συνηθίσουμε στην απουσία σου. Κι ούτε ξέρω πως συνηθίζονται οι απουσίες. Σου υπόσχομαι όμως, κάθε φορά που θα αντικρίζω μια τριχούλα στα ρούχα, στο χαλί ή στις μοκέτες του αυτοκινήτου να σου απευθύνω κι ένα «ευχαριστώ» για όσα περάσαμε κάποτε μαζί.
Αντίο μικρέ μου φίλε. Αντίο και σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες να σε ’χω στη ζωή μου.
Ελασσόνα, 16 Μαρτίου 2022