Θαύμα

Κάποια
ονόματι Κάτια
μπορεί και Ματίνα
δεν ένιωθε καλά
και το ‘ριξε στ’ άστρα.

Αργότερα
άρχισε να βγάζει
ένα-ένα τα ρούχα της.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα
βάδιζε γυμνή στους δρόμους
κι οι ανόητοι
έκαναν πως δεν την έβλεπαν.

Κι ήταν θαύμα
να γυρνά μ’ ένα σταυρουδάκι
στον λαιμό

άγνωστη
και επιρρεπής
χωρίς προορισμούς
και ελπίδες.