Όχθη
Eίμεθα στη όχθη σαν προβλήτες
Tα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό
Kαι κατεβάζουν τα πουλιά
Kαι τα κελεύσματα των οδοιπόρων.
Mία γυναίκα κάποτε μας σταματά
Aν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξη.
***
Σκοπιά
Κρατάμε μέσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.
Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περιπλοκάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
Μέσα στ’ αστέρια.
***
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
[Ενδοχώρα, 1945]
***
«Εγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μου μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψεύτικα. Τα ’μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Και έχω ακόμη μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί, δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός, μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του (…) Ακόμη γράφουμε σύμφωνα με τας πρώτας αρχάς του υπερρεαλισμού χρησιμοποιούντες την αυτόματον γραφήν και έχω πολλά ποιήματα στα συρτάρια μου παραπλεύρως μ’ αυτά που βεβαίως δεν είναι πλέον υπερρεαλιστικά. Δεν είναι υπερρεαλιστικά με την έννοια της εφαρμογής της αυτομάτου γραφής, αλλά εάν προσέξετε, θα δείτε ότι η αφομοίωσις των απώτερων σκοπών που επιδιώκει ο υπερρεαλισμός, που δεν ήταν απλώς να γράφει κανείς ωραία ποιήματα ή όμορφη πρόζα, αλλά να καθιστά πολύ πιο ενδιαφέρουσα και ζωντανή την ζωή και θα πω ακόμη: εδεμικήν. Όχι με την έννοιαν του παραδείσου αλλά με την έννοιαν την διαφοροποιημένη της Εδέμ, στην οποίαν επανερχόμενος ο Αδάμ, υπό άλλο πνεύμα, θα μπορέσει επιτέλους να μην έχει ανάγκη ηλεκτρονικών εγκεφάλων, ανάγκη πολλής-πολλής λογικής που είδαμε που οδήγησε: τον Κάιζερ αρχικά, τον Χίτλερ αργότερα και άλλους, ολιγότερον βαρβάρους αλλά στυγνούς ωσαύτως ανθρώπους».
[απόσπασμα ομιλίας στο ΑΠΘ, 22 Μαρτίου 1973]
***
«Ήτανε δειλινό, καλοκαίρι κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφταναν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έξω στις πρασιές, γύρω από ένα μεγάλο σιντριβάνι. Να συνεχίζεται η ζωή έτσι, χωρίς να γνοιάζεται κανείς αν την ίδια εκείνη στιγμή μπορούσε να χάνεται μια ύπαρξη πολύτιμη, μου φαινότανε ανυπόφορο. Δεν είχα παρά να συμμαχήσω με την ήττα. Έφυγα για την Αίγινα και δεν ξαναγύρισα παρά για να προστεθώ στη μικρή πομπή που ακολούθησε το φέρετρό του, εκεί, στην Κηφισιά, σ’ ένα μικρό κοιμητήριο γαλήνιο, ήμερο σαν την ψυχή του. Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους, κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν’ αρθρώσει το όνομά του. Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. Δεν ήταν θάνατος αυτός, αλλά ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους – μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ’ ουρανού λευκές πέτρες».
[Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, 1980]