Μνήμη καλοκαιριού
Θυμάμαι μια λάμπα φθορίου να τρεμοπαίζει
κάποιες ανυπόφορες ώρες του καλοκαιριού
— η οδός κατειλημμένη τροχοφόρα
Θυμάμαι το ημίφως
μια έντονη πίεση
δεξιά στην πλάτη
ή με πόση δυσκολία κρατούσα το στυλό
να γράψω δυο λόγια
Πηγαινοφέρνω αγαπημένα σώματα
τσακίζω σελίδες να ξεχαστώ
κι είναι πόλεμος να σε σκέφτομαι·
χαροπαλεύω χωρίς υπερβολή
Αν το ’χα κατά νου
δεν θα ’μουν τώρα εδώ
κι αυτό το τώρα της στιγμής
θα μας σκοτώσει
να μου το θυμηθείς
φωτογραφία σε ιλουστρασιόν σελίδα
το λευκό της Νάξου
πιο κάτω ο Μόλυβος
και το βαθύ γαλάζιο
η αντίθεση κρύβεται στο εδώ
ποτέ στο εκεί —
στο εδώ του κλιματιστικού
και του τσιμέντου
κι έχει πάντα η αλμύρα
λίγη κρυμμένη καύλα
για τους εκλεκτούς —
αρκεί η σάρκα
αρκεί ο νους
[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό bibliotheque]