Απόκρυφα παράθυρα, θολά από υγρασία. Στα δόντια μου αντικείμενα άλλων. Ούτε φιλί ούτε κουβέντα. Τελειώνω στο στόμα σου.
Απ’ το ξεδίπλωμα του εαυτού ένα τίποτα καραδοκεί και μου φιλάει τα χέρια. Ποτέ μισή η δική μου ντροπή. Ή ολόκληρη ή καθόλου. Κι όλα συμβαίνουν απρόσμενα.
Αυτοτραυματίζομαι. Δεν υπερβάλλω. Βλέπω από το βάθος του ύψους, διακατέχομαι από οράματα εντόμων που επιβιώνουν τρομαγμένα σε γωνίες.
Οδός Κασσάνδρου. Δύσκολα ξεχνιέται το γαλάζιο της ημέρας. Πρόωρες αλκυονίδες, χειμώνας λόου προφάιλ ― λες και βαριέται ν’ ανασάνει.
Το παράδοξο με ό,τι συμβαίνει είναι ότι έχει συμβεί ξανά. Και πάντα τα ίδια μάτια, τα ίδια αυτιά ν’ αφουγκράζονται το τέλμα.
Δεν θα τολμήσει κανείς να επιστρέψει. Ώσπου κάποιος επιστρέφει και μοιάζει η επιστροφή με φτώχεια.
[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΘΡΑΚΑ]