Μας προστατεύει η καταδίκη


i. 

Κοντά
στα ανάκτορα του Κελεού
μια πέτρα
από δύσκολη θάλασσα

Πάτησα όπου πάτησε
ο Δημοφών –
συχνά
καταλάβαινα περισσότερα
απ’ όσα μπορούσα

Η μεγάλη χαρά
των πληγών μου
η θλίψη της πατρίδας

Ο χειμώνας πέρασε –
δεν ωφελεί


ii.

Ακίνητα νερά
ύλη επιπλέει στην επιφάνεια
κυματίζει αργά
βυθίζεται

Στο καϊμάκι του καφέ
μεγάλο μάτι
με κοιτά

Αρσενικό κερασφόρο πρόβατο
πιέζει ο χρόνος την καρδιά – 
μας προσεγγίζουν εικόνες
δεν είμαστε εκεί

Από τα δάχτυλα
έρχεται το τέλος


iii.

Η γραφή
ευθύνη φορτική 
λες και μου χρωστά 
ή της χρωστάω

Αργότερα
με κατάπιε η υπερβολή 
ανάσα δεν πρόλαβα να πάρω –
Θέλω να πω
βαδίζω μες στο ακατανόητο
σπρώχνω το κεφάλι σε τρύπες
υπομένω μια ύπαρξη
φτιαγμένη για ασπόνδυλα

Ολόκληρος
μια αδιαθεσία


iv.

Ήλιος θρεπτικός του χειμώνα
σκηνικό αποκαθήλωσης

Ακόμα κι οι χριστιανοί
ειδωλολάτρες είναι

Τίποτα για τον άνθρωπο
δεν έχει να πει ο θάνατος

Αφήνει πίσω του κενό
όμοιο μ’ αυτό που κληρονόμησε


v.

λίγα χιλιόμετρα μετά
η ίδια γεύση στο στόμα – 
κοίταξα καλύτερα
μήπως κάτι υπήρχε να δω

προστατεύουμε
ό,τι είναι καταδικασμένο
να χαθεί

μας προστατεύει
η καταδίκη

~

i. 

Vicino
alla reggia di Celeo
una pietra
d’un mare difficile

Ho camminato dove ha camminato
Demofonte –
spesso
intendevo più di quanto
potessi

La grande gioia
delle mie ferite
la tristezza della patria

È passato l’inverno –
non giova


ii.

Acque immote
in superficie materia galleggia
lenta ondeggia
affonda

Sulla crema del caffè
un grande occhio
mi osserva

Pecora maschio con le corna
il tempo opprime il cuore –
immagini ci accostano
non siamo lì

Dalle dita
la fine proviene


iii.

La scrittura
incombente responsabilità
come se debitrice mi fosse
o debitore le fossi

Più tardi
l’eccesso l’ingoiò
non feci in tempo a respirare –
Voglio dire
cammino nell’incomprensibile
la testa nei buchi spingo
sopporto un’esistenza
fatta per invertebrati

Tutt’intero
un’indisposizione


iv.

Sole nutriente dell’inverno
scena di deposizione

Perfino i cristiani
sono idololatri

Non ha nulla da dire
per l’uomo la morte

Lascia un vuoto dietro di sè
pari a quello ereditato


v.

dopo pochi chilometri
lo stesso sapore in bocca –
ho guardato più attentamente
ci fosse qualcosa da guardare

proteggiamo
ciò ch’è condannato
a sparire

ci protegge
la condanna


[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό 
Inverso – Giornale di poesia σε μετάφραση Crescenzio Sangiglio]