Σώματα εκτεθειμένα στην κάψα του απογεύματος. Θυμάμαι νεαρό τουρίστα να περιπλανιέται ανυποψίαστος στο γρασίδι της Αρχαίας Αγοράς. Μυρωδιά ανθισμένου τίλιου.
Πήρα ν’ ανηφορίσω προς Προφήτη Ηλία κι από ’κει στους Δώδεκα Αποστόλους για τον εσπερινό. Παραταγμένα πιάτα με κόλλυβα, γυναίκες παλιές μ’ ένα χαρτί υπέρ αναπαύσεως στο χέρι με τα ονόματα των κεκοιμημένων. Ονόματα στη γενική. Σαν όλοι ν’ ανήκουν σε όλους. Ακόμα και το «μιμνήσκομαι» με γενική συντάσσεται. «Μνήσθητι Κύριε» σα να ’μαστε μόνο οι μνήμες μας. Σα να ’μαστε οι νεκροί μας.
Αργά το απόγευμα ένα άλλο σούρουπο. Θυμάμαι σιλουέτες ανθρώπων να χάνονται σ’ ένα γκρίζο ροζ πορτοκαλί που έφερε βροχή. Πάντων ων ουδείς εστίν ο μνημονεύων αυτούς. Και μύρισε γη και νοτισμένο χώμα. Μέχρι και η άσφαλτος ανέδιδε μυρωδιά σωμάτων. Όλα χαρισμένα στο τέλος.