Ένας χρυσοκίτρινος καλοαναθρεμμένος σκύλος


Αρχές Αυγούστου, μία εβδομάδα πριν καταταγώ. Φτάνει στη βεράντα του πατρικού, μέσα στις παλάμες του πατέρα, ένα χρυσοκίτρινο αρσενικό κουτάβι. Είχε καιρό να έρθει στο σπιτικό μας κατοικίδιο, μετά τον τραγικό χαμό της Έλσας, μιας δίχρωμης ημίαιμης σκυλίτσας που χάθηκε άδοξα από μελαγχολία και μετά τον επίσης τραγικό χαμό της τρίχρωμης γάτας – παιδικό λάφυρο της μικρής μου αδερφής. Τις ημέρες πριν αναχωρήσω για το έκτο σύνταγμα πεζικού το κουτάβι κλαψούριζε νύχτα μέρα ακατάπαυστα.
Θυμάμαι, στην πρώτη μου άδεια, με παρέλαβε ο πατέρας από τον σιδηροδρομικό της Λάρισας, κρατώντας στο χέρι ένα λουρί που κατέληγε στο χνουδωτό σώμα του σκύλου. Μόλις τον αντίκρισα, δάκρυσα όπως δεν μπόρεσα να δακρύσω στην πρώτη μας συνάντηση. Εκείνη έμελλε να είναι η στιγμή που καθόρισε την μετέπειτα σχέση μας.
Κάθε ημέρα, κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα μεταμορφωνόταν σε έναν τρυφερό μεγαλόσωμο σκύλο. Ένα χρυσοκίτρινο καλοαναθρεμμένο λαμπραντόρ, που δεν το χωρούσε ο τόπος. Έκτοτε, η οικογένεια και ο σκύλος μεγαλώνουμε μαζί. Ο σκύλος ως αναπόσπαστο μέλος της φαμίλιας.
Θυμάμαι ότι διάβαζα την Αρχή του Εδουάρδο Γκαλεάνο και σκέφτηκα να του δώσω το όνομα του αγαπημένου Ουρουγουανού. Δεν χρειάστηκε πολύ για να ταυτιστεί το όνομα μαζί του. Φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι τον φωνάζουν Έντυ, η οικογένεια σχεδόν πάντα Έντουαρντ.

Ο Έντουαρντ βρίσκεται δίπλα από την πόρτα του αυτοκινήτου πριν ακόμα αποφασίσουμε τον προορισμό μας. Δεν θυμάμαι να πηγαίνουμε κάπου χωρίς τη συντροφιά του. Αγαπάει να κάθεται στα πόδια του συνοδηγού, αφήνοντας απειράριθμες τρίχες σε καθίσματα και μοκέτες. Ο Έντουαρντ θα μπορούσε να μπει στο βιβλίο Γκίνες ως το σκυλί-συνοδηγός που διήνυσε τα περισσότερα χιλιόμετρα στην ελληνική ενδοχώρα.
Σκύλος με αξιοζήλευτη φωτογένεια. Ένας θεός ξέρει πόσες λήψεις υπάρχουν στα φωτογραφικά αρχεία του καθενός μας. Κάθε εποχή με τις φωτογραφίες του: ο Έντουαρντ στα χιόνια∙ ο Έντουαρντ ανάμεσα από παπαρούνες, ανεμώνες, χαμομήλια∙ ο Έντουαρντ τσαλαβουτά στα ρηχά αγαπημένης ακτής ή κολυμπάει αδιάφορα στα κρύα νερά ποταμού, περιμένοντας συνήθως κάποιο βότσαλο.
Ο Έντουαρντ απεχθάνεται κάθε πρόταση εξόρμησης που δεν τον περιέχει. Δεν δέχεται για οποιονδήποτε λόγο να τον κουράσουμε, υπερασπιζόμενος μέχρις εσχάτων την θεϊκή του οκνηρία. Μάλιστα, η ζήλια του χτυπάει κόκκινο κάθε που ανταλλάσσουμε μεταξύ μας αγκαλιές, χωρίς να αγγίξουμε έστω και στο ελάχιστο τη γούνα του.
Ο Έντουαρντ συχνάζει από κουτάβι στα καφενεία όπου απολαμβάνουμε τον καφέ μας, στα ουζερί και τα μεζεδοπωλεία κάθε που πίνουμε τσίπουρο, στις αυλές και τα σπίτια φίλων που επισκεπτόμαστε. Λατρεύει τις οσμές φρεσκομαγειρεμένων φαγητών, την γεύση του μήλου, την μυρωδιά του αυγού και της κανέλλας. Ο Έντουαρντ αγαπά να τρώει απ’ τα χέρια μας φρεσκοκομμένο σιδερόχορτο, όπως αγαπά να βουτά ολόκληρη τη μουσούδα στον πλαστικό κουβά του νερού του. Τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια στα παιδιά κάθε ηλικίας. Αφιερώνει πάντα λίγο χρόνο για παιχνίδι. Συχνά, κυλιέται φιλάρεσκα στο γρασίδι, το χώμα ή την άμμο και πάντα ζητά μετά απ’ τις μικρές του βόλτες να τον χαϊδεύουμε στη ρίζα της ουράς, βγάζοντας μακρόσυρτους βρυχηθμούς απόλαυσης.

Ο Έντουαρντ μεγαλώνει, όπως μεγαλώνουμε όλοι μας. Λένε πως οι αδέσποτοι σκύλοι ζούνε μετά βίας τρία χρόνια το πολύ. Ο δικός μας στάθηκε τυχερός. Γερνάει αθόρυβα και διακριτικά χωρίς να το κάνει θέμα. Αδιαφορεί για τις άσπρες του τρίχες, τις πιθανές ρυτίδες και τα αρθριτικά του. Υπομένει το βάρος του χρόνου στωικά.
Θυμάμαι όταν χρειάστηκε να κάνει μία σοβαρή επέμβαση στο πίσω του πόδι την μητέρα να κλαίει λυγμικά πάνω από το κρεβάτι του χειρουργείου τη στιγμή της αναισθησίας. Υπήρξε σε όλα του ατάραχος. Θυμάμαι το μεγάλο μας άγχος όταν νόσησε από καλαζάρ, τη σκληρή φαρμακευτική αγωγή, την αγάπη μας να φουντώνει. Κι εκείνος να μας κοιτά συγκαταβατικά με τα μεγάλα καφετιά του μάτια, σαν να ήθελε να μας πει «έτσι έχουν τα πράγματα» ή «μην ανησυχείτε, όλα περνούν». Μάτια που όσο περνούσε ο καιρός έχαναν το φως τους.

Σήμερα, μεγαλώνουμε συντροφιά με έναν τυφλό χρυσοκίτρινο αρσενικό σκύλο. Παραμένει το ίδιο τρυφερός, το ίδιο αθόρυβος και συγκαταβατικός, το ίδιο ερωτεύσιμος στις φωτογραφίες, το ίδιο ορεξάτος για βόλτες με το αυτοκίνητο. Μόνο που είμαστε για εκείνον περισσότερο σκιές ή θολά δυσδιάκριτα είδωλα∙ ή μάλλον είμαστε για εκείνον οι οσμές, οι φωνές και τα χάδια του. Τι να το κάνεις το φως σου όταν η ζωή είναι γεμάτη μυρωδιές, γλυκόλογα και χάδια; Έτσι έμαθε να μας αναγνωρίζει, αποδεχόμενος πλήρως τα στραβά κι ανάποδα της ζωής.


[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ,
τ. 117-118, σελ. 76-77, Σεπτ. 2019]