Το ανυπόφορο στέκει αθόρυβα μέσα μου
Θλίβομαι κάθε που αντικρίζω τα χωράφια να χλομιάζουν
γίνομαι αφελής κι αφηρημένος
Θέλω να πω, σπανίως νιώθω ότι μεγάλωσα
*
Ο πόνος μεταφράζεται συχνότερα ως αδιαθεσία ―
όπως ολοκληρώνεις ένα ανάγνωσμα
κι αισθάνεσαι μια παροδική ικανοποίηση
ή πιάνεις χαρτί να σημειώσεις τις σκέψεις σου
*
Όπως πέφτει αργά το σκοτάδι
κι αρνείσαι να επιστρέψεις ―
μέσα απ’ τις φυλλωσιές ακούγονται νυχτοπούλια
ο θόρυβος της πόλης, μηχανές και άνθρωποι
*
Άγριο μελίσσι χωρίς τον βόμβο του —
Προφυλαγμένος ανάμεσα από κωνοφόρα
εκτεθειμένος ανάμεσα σ’ ανθρώπους
*
Αγαπώ τόσο την ζωή
που την συνήθισα
και την μισώ
*
Ανταπόδοση
από μια κάψα κολαστηρίου
που ευδοκιμεί στη συμπρωτεύουσα
*
οριστικά διάτρητος
όπως οι γλάστρες της βεράντας
ποτίζεις
και τρέχει ποτάμι το λασπόνερο
*
φουντωμένο κλαδί ακακίας στο μπαλκόνι μου —
μια αλήθεια απ’ το ισόγειο στον δεύτερο
*
ονειρεύτηκα, θυμάμαι, κάτι σαν ποίηση
και είχαν, λέει, πεθάνει όλοι
ήμουν κι εγώ νεκρός
μάλλον, αυτό είναι ποίηση —
να πεθαίνεις και να πεθαίνουν όλοι
*
φοβισμένος — δεν το κρύβω
με διαλυμένες φλέβες
πότε κοιτούσα το πρόσωπο
πότε τα άκρα και τους όρχεις
Θεέ μου, σαπίζω —
αναφώνησα
Και ήμουν τόσο μόνος και άτεκνος
*
Φλέγομαι απ’ τον ίδιο ήλιο που θα δει το τέλος μου
Θα δεχτεί την καταδίκη της φυλής και του τόπου
Χρειάζεται να κλείσω μια σελίδα λόγια
Πριν φυτρώσουν νύχια κι ανάμεσά τους βρωμιά και χώμα
[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό bibliotheque]