το σώμα επιχειρεί να μου διδάξει το θαύμα της αναβλητικότητας, λες κι ο κόσμος τελειώνει από στιγμή σε στιγμή
~
συχνά δεν είμαι παρά ένας οφθαλμός που βλέπει μέσα από το δέρμα
~
το απόκοσμο της γεύσης τσακισμένου αμύγδαλου απ’ τα χέρια της μάνας
~
ιεροπραξία η αφέλεια στις πρωινές μου κινήσεις
~
μια μπύρα νωρίς το βράδυ κι ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο φέρουν κάποιο πολύτιμο νόημα που αδυνατώ να ερμηνεύσω
~
το μυοκάρδιο, όργανο εύθραυστο κι αιφνιδιαστικό — παύει κάποτε και παύουν όλα
~
διαπρέπω στην απουσία μου
~
ο πολιτισμός του να βρίσκεσαι, διατηρώντας πάντα τις απαραίτητες αποστάσεις
~
να σωθείς από τί; και γιατί;