Αλλού είναι ο τόπος μου


στον Δημήτρη 

Κρέμασα την κυανόλευκη
στο μπαλκόνι
Αλλού είναι ο τόπος μου 
εδώ ματαιοπονώ

Κατά βάθος
με ενοχλούν οι άνθρωποι
αλλά αποφεύγω
να τους το δείξω
Μιλούν για όσα
θέλω να ξεχάσω

Θα μείνουμε μόνοι 
όσο κι αν αδυνατούμε 
να το παραδεχτούμε

Είναι η μοίρα
της γενιάς μας

Δεν θα ’πρεπε διόλου 
να μας απασχολεί 
η μέρα των γενεθλίων
Πέρασε διαπαντός 
η παιδική μας ηλικία

Γράφω ποιήματα
και έξω σκοτεινιάζει 
Έλα 
να περπατήσουμε μαζί  
ως το τέλος

Θα προσφέρω τσιγάρο
θα σε δω
να δακρύζεις

Παροδικό


Οι πόλεις, σκέφτομαι
είναι φτιαγμένες
για να πλήττεις

Ανησυχώ για το μέλλον —
δεν ήμουν πλασμένος 
για τέτοια πτώση

Κι έπειτα
τόσα κορμιά
τόσα ανυπεράσπιστα κορμιά
χωρίς προορισμό

Είναι οριστική η ζωή
οριστικός και ο θάνατος

Κάθε τι παροδικό
μοιάζει να μην υπάρχει

Και εθίζονται από νωρίς 
οι άνθρωποι
στους μύθους

Κι αν πω ότι έχω αντοχή
τί να την κάνω;

Δεν μετατρέπεται 
όλο το κάρβουνο 
σε διαμάντι
ούτε ολόκληρη η ύπαρξη 
σε ανάσταση

Media Luz


Όταν όλοι πενθούν
ή γιορτάζουν 
επιλέγω την απομόνωση

Βρίσκω εύκολα μια σκιά
να με παρηγορήσει

Δεν αναζητώ νέους τόπους
Επιστρέφω σ’ εκείνους
που συνομιλώ καιρό

Με εντοπίζω τα πρωινά
με χάνω τα απογεύματα

Παλεύω
με τον χειμώνα μέσα μου

Βλέπω τον χρόνο
στις φυσιογνωμίες των ανθρώπων

Μιλώ μονάχα
για εκείνα που αγνοώ

Χαμογελώ 
όταν όλοι πενθούν
ή γιορτάζουν
δίχως ν’ αναπνέω

Ο διάλογος
υπονομεύει τα ανθρώπινα

Δεν έχει συμφωνώ ή διαφωνώ
Έχει σ’ ακολουθώ ή 
φεύγω μόνος

Πρώτη μέρα της άνοιξης


Οι φραουλιές πυκνώνουν στα παρτέρια. Απ’ τις σκιές στους τοίχους και το χώμα αναγνωρίζω σχήματα μυστικά. Όλα μιλούν μια δική τους γλώσσα. Ακόμα και τα ξερά φύλλα στη ρίζα της ροδιάς.

Το κροτάλισμα των φτερών μιας ενήλικης ακρίδας από κλαδί σε κλαδί. Ο άνεμος του μεσημεριού νοτιοδυτικός και ενοχλητικός. Μένω ακίνητος να αφουγκραστώ τους ήχους μιας ακόμα Δευτέρας. Η ζωή, σκέφτομαι, μοιάζει πολύ με το σπασμωδικό πέταγμα της ακρίδας. 

Η άνοιξη στην ύπαιθρο, απόσταγμα μελαγχολίας. Κολλάει στα μάτια και τα δάχτυλα. Ακόμα και το ταπεινότερο στοιχείο γύρω μου φέρει εντός του την βεβαιότητα μιας κρυφής υπεροψίας. 

Οι σαύρες ξύπνησαν, βαδίζουν βιαστικά στο τσιμέντο της αυλής. Καταβροχθίζουν ανυποψίαστα έντομα. Ψυχρόαιμα ερπετά στο φως του ήλιου.

Κι εμείς, τί κι αν λογιζόμαστε θηλαστικά; Ψυχρόαιμα παραμένουμε στις σκιές μας.

Τέναγος


Τα χέρια κουρνιάζουν σαν άνθρωποι
ή ζώα
με δική τους υπόσταση

Θέλω να διαβάσω
και η ομορφιά
δεν με αφήνει

Ορισμένες λέξεις
και ίσως μόνο
δυο τρεις τόποι
άξιζαν τόση νοσταλγία

~

Όλα κάτω
απ’ τα γυμνά μου πέλματα

Ο ίδιος τόπος
όπου κι αν βρεθώ

~

Οι θεωρίες σκοτώνουν τον χρόνο μας
οι πράξεις τη ζωή μας

~

Δεν είναι λέξεις ο κόσμος
ούτε αριθμοί

Είναι το βλέμμα του ένθεου
μπρος στο πεπερασμένο