Πρώτη μέρα της άνοιξης


Οι φραουλιές πυκνώνουν στα παρτέρια. Απ’ τις σκιές στους τοίχους και το χώμα αναγνωρίζω σχήματα μυστικά. Όλα μιλούν μια δική τους γλώσσα. Ακόμα και τα ξερά φύλλα στη ρίζα της ροδιάς.

Το κροτάλισμα των φτερών μιας ενήλικης ακρίδας από κλαδί σε κλαδί. Ο άνεμος του μεσημεριού νοτιοδυτικός και ενοχλητικός. Μένω ακίνητος να αφουγκραστώ τους ήχους μιας ακόμα Δευτέρας. Η ζωή, σκέφτομαι, μοιάζει πολύ με το σπασμωδικό πέταγμα της ακρίδας. 

Η άνοιξη στην ύπαιθρο, απόσταγμα μελαγχολίας. Κολλάει στα μάτια και τα δάχτυλα. Ακόμα και το ταπεινότερο στοιχείο γύρω μου φέρει εντός του την βεβαιότητα μιας κρυφής υπεροψίας. 

Οι σαύρες ξύπνησαν, βαδίζουν βιαστικά στο τσιμέντο της αυλής. Καταβροχθίζουν ανυποψίαστα έντομα. Ψυχρόαιμα ερπετά στο φως του ήλιου.

Κι εμείς, τί κι αν λογιζόμαστε θηλαστικά; Ψυχρόαιμα παραμένουμε στις σκιές μας.

Τέναγος


Τα χέρια κουρνιάζουν σαν άνθρωποι
ή ζώα
με δική τους υπόσταση

Θέλω να διαβάσω
και η ομορφιά
δεν με αφήνει

Ορισμένες λέξεις
και ίσως μόνο
δυο τρεις τόποι
άξιζαν τόση νοσταλγία

~

Όλα κάτω
απ’ τα γυμνά μου πέλματα

Ο ίδιος τόπος
όπου κι αν βρεθώ

~

Οι θεωρίες σκοτώνουν τον χρόνο μας
οι πράξεις τη ζωή μας

~

Δεν είναι λέξεις ο κόσμος
ούτε αριθμοί

Είναι το βλέμμα του ένθεου
μπρος στο πεπερασμένο

Απολογισμός


Ιανουάριος. Εγκαταλείπω τον εαυτό μου σαν μορφή αυτοτιμωρίας. Όσα αγάπησα, έγιναν πληγή στην απουσία τους. Τα σπλάχνα μου γέμισαν πατρίδα.

Φεβρουάριος. Υπάρχει ένα σημείο όπου επιστρέφω για να αντικρίσω το μέσα μου. Οι αποστάσεις δικαιώνουν τους συλλογισμούς μου. Σημάδια μεγάλης πλημμύρας. Πώς αντέχουν οι άνθρωποι πριν καταρρεύσουν;

Μάρτιος. Κρατάμε στα χέρια τα σπλάχνα μας. Κάθε μου λάθος, προστίθεται στα ήδη υπάρχοντα. Βροχερή θα είναι η τελευταία ημέρα του κόσμου. Ως φωνή υδάτων πολλών.

Απρίλιος. Έκλειψη ηλίου. Σε ό,τι κάνω, περιέχεται ένας εαυτός που δεν είμαι. Νεαρός άνδρας βουτά από τον Λευκό Πύργο. Τα δυνατά πνεύματα, τα πιο πεπλανημένα. Εύχομαι μια ταπεινότητα χωρίς ανθρώπους.

Μάιος. Καλοκαιριάζει και μου κόβεται η ανάσα. Η μάθηση δεν είναι παρά βία και αποξένωση. Δεν με απασχολεί ο χρόνος. Με απασχολεί ο χρόνος μακριά σου. Οι προορισμοί μάς έχουν γονατίσει. Συστέλλομαι όσο το φως μεγαλώνει.

Ιούνιος. Το καλοκαίρι είναι ερωτογενής ζώνη. Επικοινωνώ με τα υπολείμματα του εαυτού μου. Δεν αγάπησα ποτέ τις κλειστές θάλασσες. Αντιθέτως, έχουν κάτι γοητευτικό οι κλειστοί άνθρωποι. Σα να φωλιάζει μέσα τους περισσότερη αλήθεια.

Ιούλιος. Μυρίζει κάτι μητρικό το απόγευμα του Σαββάτου. Μας καταπίνουν οι εικόνες. Όταν δεν μου λείπεις, δεν υπάρχω. Κουρνιάζει ανάμεσά μας ένας ανομολόγητος φόβος.

Αύγουστος. Διαλυόμαστε στον μεγάλο άμβυκα του κάτω κόσμου. Ανήκω εκεί όπου δεν αναπαύεται η καρδιά μου. Ο άνθρωπος που είσαι, κοιμάται μέσα σου. Κάποτε, θα εξαλειφθούν οι αναμνήσεις. 

Σεπτέμβριος. Δεν μπορεί να είναι λάθος τόση αλήθεια. Οι λέξεις απεχθάνονται την ποίηση. Ο ποιητής γεννιέται όταν απαρνηθεί τις λέξεις. Η φωνή εξαντλείται πριν τον άνθρωπο. Γίνομαι όσα δεν μπορώ να αντέξω.

Οκτώβριος. Ζω από την παρενέργεια της ύπαρξής μου. Περισσότερο μας ενώνει μια ελαφρά αδιαφορία. Βαριέμαι θανάσιμα τον ρεαλισμό σε κάθε του έκφανση. Τρέφομαι με τα υπολείμματα του εαυτού μου.

Νοέμβριος. Αφήνω τον χρόνο να παρέλθει και ανακουφίζομαι. Καπνίζω και σκέφτομαι τις ημέρες που έφυγαν. Η Κυριακή, μέρα αμεταχείριστη. Κάποτε μοιάζει με ψέμα που διαδίδεται ταχύτατα. Ούτε στην χαρά, ούτε στον πόνο συναντιόμαστε.

Δεκέμβριος. Με κάνει να χαμογελώ η παρακμή. Τελειώνουμε, αδιαφορώντας για το τέλος. Η ζωή μας έχει γούνα και ουρά. Συχνά, τα νύχια κρύβονται σε τρυφερές παλάμες. Τρωκτικά και έντομα. Σπανίως άνθρωποι.

Σύντομα


το σώμα επιχειρεί να μου διδάξει το θαύμα της αναβλητικότητας, λες κι ο κόσμος τελειώνει από στιγμή σε στιγμή

~

συχνά δεν είμαι παρά ένας οφθαλμός που βλέπει μέσα από το δέρμα

~

το απόκοσμο της γεύσης τσακισμένου αμύγδαλου απ’ τα χέρια της μάνας

~

ιεροπραξία η αφέλεια στις πρωινές μου κινήσεις

~

μια μπύρα νωρίς το βράδυ κι ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο φέρουν κάποιο πολύτιμο νόημα που αδυνατώ να ερμηνεύσω

~

το μυοκάρδιο, όργανο εύθραυστο κι αιφνιδιαστικό — παύει κάποτε και παύουν όλα

~

διαπρέπω στην απουσία μου

~

ο πολιτισμός του να βρίσκεσαι, διατηρώντας πάντα τις απαραίτητες αποστάσεις

~

να σωθείς από τί; και γιατί;

Πατρίδα


Το πρόσωπό σου

έχει κάτι απ’ τη μελαγχολία
των έργων του Πολύκλειτου Ρέγκου

Γίνεσαι πληθωρικός Μάιος
μεστωμένος Αύγουστος

Το δέρμα σου 
έγινε πατρίδα μου

Φωλιάζω επάνω του
το φιλώ
και καταργείται ο χρόνος


[Φιλοξενήθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό exitirion]