Απολογισμός


Ιανουάριος. Γεμίζω άδειες σελίδες με οριστικότητες. Η εφαπτομένη του βλέμματος. Τα ανάστατα μαλλιά του Ιωάννη του Προδρόμου. Με κοινοτοπίες πορευόμαστε. Υπήρξα άνδρας, χωρίς να γνωρίζω αν άνδρας σημαίνει και άνθρωπος. 

Φεβρουάριος. Βλέπω με τα μάτια της φυλής μου. Μετρώ τα σταθμευμένα οχήματα, τις κολώνες ηλεκτροφωτισμού, τα δέντρα της γειτονιάς. Μετρώ, γιατί κανείς ποτέ δεν ξέρει. Η Ελλάδα ζει την παιδική θλίψη μιας Καθαροδευτέρας. Δεν είναι όλα ν’ ανθίσουν την Άνοιξη.

Μάρτιος. Απόγευμα στα λιόδεντρα. Το αίμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από θόρυβος πνιγμένος στις φλέβες. Η παραλογοτεχνία του καιρού ευδοκιμεί σε ένδοξους εκδοτικούς. Η ύπαιθρος, ανθισμένο κενοτάφιο. Είμαστε ό,τι πέρασε.

Απρίλιος. Βράδυ Ακαθίστου. Στις εκκλησιές μόνο φαντάσματα. Πληγώνω το χώμα κι αναδίδει οσμές κεκοιμημένων. Σμήνος σταχτάρες πάνω απ’ την πόλη. Μεγάλη Τρίτη. Κοιτώ τη φύση να πρασινίζει κι αισθάνομαι ένα βάρος όμοιο εγκατάλειψης. Όντας σκλάβος, ελευθερώθηκα.

Μάιος. Το δωμάτιο μυρίζει αγγελικούλα κι ανθισμένη λυγαριά. Είμαστε τα ενσαρκωμένα θύματα της μάνας. Βουνά, πολλά βουνά, μόνο βουνά. Βουνά υπήρξαν οι δικοί μου πρόγονοι. Πουθενά δεν αναπαύεται ο άνθρωπος. Ακόμα κι ο Αρχίλοχος, άδοξα έφυγε.

ΙούνιοςΚόλλυβα, κεριά, γυναίκες. Σαββάτο των ψυχών στη Μεταμόρφωση. Μόνο έτσι ταξιδεύω: συγκινημένος. Ποίηση χωρίς θρησκευτικότητα δεν μπορεί να υπάρξει. Τα γένια μου έκρυψαν το πρόσωπο, όπως οι πουρναριές το χώμα της πατρίδας.

Ιούλιος. Τα ενύπνια του Αρτεμίδωρου Δαλδιανού και οι Καταστερισμοί του Ερατοσθένη. Μεγάλωσα σ’ ένα καλοκαίρι όσο θα μεγάλωνα σε μία δεκαετία. Αλλάζω δέρμα συχνότερα απ’ ό,τι θέαση για τον κόσμο. Όσοι ευαγγελίζονται το καλό του ανθρώπου, ψεύδονται.

Αύγουστος. Η Σελήνη κοιτά προς τον Άθω. Πάντα λιγότεροι όσοι γεύονται θάλασσα από εκείνους που καρτερούν στην ακτή. Όλα τείνουν προς μία απάνθρωπη συμμόρφωση. Ὁλοκαυτώματα μεμυελωμένα ἀνοίσω σοι μετὰ θυμιάματος καὶ κριῶν, ἀνοίσω σοι βόας μετὰ χιμάρων. Είναι λάθος να υπάρχουμε πάντα ανάμεσα σε ανθρώπους.

Σεπτέμβριος. Μυστικό αγιολόγιο φίλων. Συχνά τα μάτια μου δεν είναι δικά μου μάτια. Μεγάλη ευθύνη η απόλαυση. Οι άνθρωποι που συναντώ μοιάζουν σα να ’χουν ήδη πεθάνει. Πάντα κάποιοι διασώζονται – κι αυτοί, όχι για πολύ. Η κατανόηση απαιτεί έναν βαθμό αφέλειας.

Οκτώβριος. Άντρας ανάβει τσιγάρο μες στο παλτό. Μυρίζω τον καπνό του. Η εποχή αντιστρέφει τα δεδομένα. Αναρωτιέμαι πού πηγαίνουν τόσα τροχοφόρα. Νυστάζω όπως νυστάζουν όλα γύρω μου. Omne animal post coitum triste. Αυτό το νυχτώνει από νωρίς, με τσακίζει.

Νοέμβριος. Η θάλασσα θυμίζει την παιδική ηλικία του κόσμου. Δεν είμαστε παρά η οπτική που μας χαρίζει ο τόπος. Σεισμός ανοιχτά της Σάμου. Κυβερνητικές αποφάσεις δίχως νόημα. Ψύχος κι ανομβρία.Το φθινόπωρο ανοίγει τρύπα στο χώμα να μας θάψει.

Δεκέμβριος. Εποχή του νάρκισσου του κυπελλοφόρου απ’ όπου οι Έλληνες παρήγαγαν ναρκίσσινο μύρο. Γυμνές εδώ και μέρες οι σφενδαμιές.  Αν στερούμουν όσφρησης κι αφής θα ήμουν απλώς ένα κτήνος. Δεν ήταν χρόνος που πέρασε. Ήταν χρόνος που δεν ήρθε ποτέ.