Νωρίς το μεσημέρι, ανήμερα των Ελευθερίων της Ελασσόνας. Η μάνα είχε μόλις αράξει με τον πατέρα στα τραπεζάκια της πλατείας κάτω απ’ τη σκιά μιας φλαμουριάς για μεζέ και τσίπουρο, ως είθισται, μετά την παρέλαση.
Η κοιλιά της έφτανε στη μύτη, καθώς είχε μπει στο μήνα της. Συνήθιζε, παρά την εγκυμοσύνη, να πίνει κάθε τόσο κάνα τσιπουράκι. Το ’χουν συνήθειο στον τόπο μου.
Εκείνο το μεσημέρι, μεταξύ ξαρμυρισμένου μπακαλιάρου σκορδιαλιά και δροσερής γουλιάς υπόλευκου τσίπουρου με γλυκάνισο από ντόπιο καζάνι, την βρήκαν οι πόνοι.
Στην πορεία προς το νοσοκομείο πήρε, λένε, μαζί αντί για νερό ένα ποτήρι τσίπουρο. Κάτι ο πόνος, κάτι οι στροφές της Μελούνας χύθηκε το μυρωδάτο οινόπνευμα κι έλουσε την κοιλιά της.
Ξημερώματα της άλλης μέρας, ήρθε στον κόσμο το δεύτερο παιδί της. Ένα μεγαλόσωμο αγόρι.
Τριάντα τρία χρόνια μετά, κοτζάμ άντρας, αδυνατώ να πιω τσίπουρο, λες κι απέκτησα από τότε μια κάποια δυσανεξία στ’ άρωμα και τη γεύση του.
Τί ντροπή, σκεφτομαι, να ’χεις γεννηθεί μες στις καζανιές, σ’ έναν τόπο που μυρίζει απ’ άκρη σ’ άκρη τσίπουρο και να μην μπορείς να τ’ απολαύσεις.
Τριάντα τρία χρόνια μετά, η μάνα κι ο πατέρας τσούζουν ακόμα τα ποτηράκια τους κι εγώ αναπολώ τα φθινοπωράκια εκείνα στην Ελασσόνα, λίγο μετά την παρέλαση, που έτρεχα από ουζερί σε ουζερί να βουτήξω λίγο ψωμί στο λαδάκι αχνιστού καλομαγειρεμένου μεζέ.
[Θεσσαλονίκη, 6 Οκτωβρίου 2019]