Τρίτη απόγευμα με καφέ στο μπαλκόνι, τον χειμαρρώδη λόγο της Μήτσορα στη “Σκόρπια Δύναμη” απ’ τις εκδόσεις Οδυσσέας του ’82, παραδίπλα η ταλαιπωρημένη απ’ το φετινό κρύο αλόη μαζί με μια γλάστρα ροζέ κυκλάμινα εισαγωγής, ο ακατανόητος ήχος της γειτονιάς όπως αντηχεί στα τσιμέντα, τα κλειστά μαγαζιά της Δελφών και της Σόλωνος, το σκήνωμα μιας πόλης που παρέμεινε τραγική επαρχία, η παρούσα και η μέλλουσα κρίση ανθρώπων, χρημάτων, περιβάλλοντος, το παραμύθι ενός πάντα επικείμενου πολέμου που σκιάζει τον κατ’ εξακολούθηση πόλεμο της καθημερινότητας, οι νεκροί μας και οι εναπομείναντες ζωντανοί, η είδηση αυτοχειρίας φοιτητή στην Πάτρα, η αυτιστική δικαιοσύνη των καταφρονεμένων, η από αιώνων τυραννία των εξουσιών, η μοναξιά που έγινε συνήθεια, ο κακοφορμισμένος εγκλεισμός εαυτού και αλλήλων, οι σκέψεις σου μες στις δικές μου σκέψεις, το μοιρασμένο φως και το αδιαίρετο σκοτάδι, η Ελλάδα που πορεύεται από χειμώνα σε χειμώνα κι ένα τσιγάρο που κάηκε στα δάχτυλα πριν προλάβω να φυλακίσω λίγο απ’ τον καπνό του στα σωθικά μου